Πατέρας, μπαμπάς, υπερήρωας. Έτσι σ’ έχω στο μυαλό μου κι αυτό θα κρατήσει για κάτι παραπάνω απ’ όσα ορίζει η λέξη «πάντα». Δυναμική φιγούρα, πρότυπο άντρα, απεριόριστη λατρεία, αιώνιά μου αδυναμία. Φιλαράκι μου, παρέα μου, ίνδαλμά μου. Περήφανη, δηλώνω κόρη σου. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται κι ας συνεπάγεται πολλά. Δε με νοιάζει.

Σε θυμάμαι πάντα δίπλα μου, κάθε που άπλωνα τα χέρια μου να παίξω λίγο με τη φωτιά, να τη φλερτάρω. Προστάτης σε όλες τις εφηβικές, αλλά και μεταγενέστερές μου τρέλες. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω όταν το πείσμα μου είχε την τιμητική του. Γινάτι εγώ. Γινάτι κι εσύ. Μοιάζαμε πάντα, βλέπεις, και το λατρεύω αυτό σε μας. Στο τέλος της ημέρας δε νικούσε κανένας απ’ τους δύο παρά μονάχα η αμοιβαία μας αγάπη. Αυτή που θεραπεύει. Αυτή που διαλύει τα σκοτάδια. Αυτή που σου θυμίζει να αντέχεις –όχι πάντα για σένα– γι’ αυτούς που υπεραγαπάς και σ’ έχουν ανάγκη.

Πόσο υπομονετικά ξενύχτησες μαζί μου. Στην αρρώστια ή τη λύπη μου. Πόσο μιλούσαν οι ψυχές μας ακόμα και στη σιωπή μας. Ακόμα και στις αθόρυβες τις παύσεις μας. Πόσες ανησυχίες μοιραστήκαμε. Και πόσα άλλα παράπονα ζωγραφίζονταν στα πρόσωπά μας κι ήταν αυτό έκδηλο. Πόσα περάσαμε και περνάμε ακόμα, μπαμπά. Και πόσο πολύ αντέχουμε, με πιάνω να απορώ. Είναι η αγάπη αυτή που ακυρώνει κάθε μορφής παραίτηση ακόμα κι όταν έχεις εξουθενωθεί απ’ τις ανηφόρες. Δε σου αφήνει περιθώρια και καλά κάνει αν με ρωτάς, κάποιος πρέπει να μας συνεφέρνει. Και το κάνει αυτό η δικιά μας αγάπη.

Αγαπημένε μου, μπαμπά! Εσύ που πίστεψες σε μένα όταν ο κόσμος άρχισε να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια κι ακόμα ελαφρύτερη καρδία. Αν ποτέ μου θέλησα να παραιτηθώ, έτρεχες κι άνοιγες καινούργιους δρόμους στα μαύρα αδιέξοδά μου εκεί που η όποια λύση ήταν απλά αόρατη σε μένα. Εκεί που δεν έλεγε να προχωρήσει ούτε μέτρο ο δρόμος. Η έξοδος κινδύνου μου, εδώ που τα λέμε, ήσουν πάντοτε εσύ.

Ήξερα πως θα με σήκωνες ακόμα κι όταν με τραβούσαν χίλια πατώματα κάτω. Δεν με εγκατέλειψες ποτέ, ακόμα κι αν είχα ήδη επιλέξει να εγκαταλείψω, για λίγο, τον εαυτό μου. Βάλσαμο η αγκαλιά σου, ιδανική στην επούλωση πληγών, όταν ο κόσμος και τα καπρίτσια του με βαραίνουν. Το καταφύγιο κι η διαφυγή μου. Αυτήν την ανεξήγητα θεραπευτική ιδιότητα θα την έχεις για πάντα, αυτήν του να είσαι γιατρός της λύπης μου. Σωτήρας της ψυχής μου. Αυτό το μαγικό ταχυδακτυλουργικό σου που σώζει τη μέρα μου, το αγαπώ.

Σ’ αγαπώ, μπαμπά μου. Για όλες τις φορές που συναρμολόγησες την ψυχή μου όταν είχε διαμελιστεί. Για όλα όσα είσαι. Για όλα όσα είμαι. Για όλα όσα με έκανες, μάλλον. Και για όλα εκείνα που είμαστε μαζί όταν μένουμε οι δύο μας μακριά απ’ τον κόσμο. Μακριά από κάθε κριτική, αδιάκριτα βλέμματα και σχολιασμούς. Ρουτίνα και την εμπέδωσα καλά, μα δε με νοιάζει πια. Να το ξέρεις.

Σου χρωστώ ένα «ευχαριστώ», αλλά ένα «ευχαριστώ» τι να σου κάνει. Τι να προλάβει να χωρέσει μέσα του. «Δε γεννιέσαι γονέας. Και δε νομίζω ότι φτάνει μια ζωή για να πεις ότι τελικά πήρες το πτυχίο». Εσύ, όμως, ήσουν κι είσαι ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσα να ζητήσω. Σου χρωστώ λοιπόν χίλια ευχαριστώ, έτσι ενδεικτικά, γιατί ποτέ δε θα ’ναι μόνο χίλια.

Εσύ μου έμαθες το μέτρο, την ταπεινότητα, την εργατικότητα και τη φιλοδοξία. Ήσουν αυτός που εμπότιζε τα όνειρά μου όταν η πραγματικότητα ερχόταν να τα ματαιώσει. Με ενθάρρυνες να κάνω πάντα ό,τι αγαπώ μέσα σε συνετά πλαίσια και με αξιοπρέπεια. Να επιμένω μέχρι να επιτύχω γιατί τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς κόπο. Τίποτα δε σερβίρεται έτοιμο, όπως λες.

Δε μου επέβαλες ποτέ τη γνώμη σου. Μου χάρισες την ελευθερία να είμαι εγώ. Να χαράξω δικό μου δρόμο και προσωπικότητα από τότε που ήμουν μπέμπα και δεν είχα δική μου φωνή. Με άφησες, όμως, να την αποκτήσω και να τη διαμορφώσω όπως εγώ θέλω. Και για όποιον γουστάρει. Μου θύμιζες πάντα ποια είμαι και για πόσα είμαι ικανή ακόμα κι όταν τα φτερά μου έκλειναν με επιφυλακτικότητα κι αμφιβολία.

Δίκαια, είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Κέρδισες αυτό τον τίτλο από πολύ νωρίς όταν η ζωή θέλησε να με δοκιμάσει και σε βρήκα να στέκεσαι εκεί, φρουρός μου, ιππότης μου. Θυμάσαι; Και βέβαια θυμάσαι! Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσεις την περιπέτεια που με δυνάμωσε, που μας δυνάμωσε. Που έκανε το «εμείς» ατρόμητο κι αδιάσπαστο. Ήρθαμε πιο κοντά κι από τότε γίναμε αχώριστοι. Συγκοινωνούντα δοχεία, λένε οι άλλοι. Αλληλοεπηρεαζόμενες υπάρξεις, λέω εγώ. Όπως και να το θέσεις η ουσία δεν αλλάζει.

Αν είχα μια ευχή θα ήταν να μη χάσω ποτέ αυτή την όμορφη, ιδιαίτερη σχέση. Να σε έχω πάντα πλάι μου. Να μιλάμε. Να γελάμε. Να κλαίμε και να ξαναγελάμε που κάτσαμε κι απελπιστήκαμε χωρίς λόγο τελικά. Να παραμείνουμε δυο καλά φιλαράκια μέχρι το τέλος. Να τα περνάμε όλα μαζί. Να κάνουμε και τ’ άλλα τα δικά μας όταν ξεκλέβουμε χρόνο απ’ τα «πρέπει» που πήγαμε και φτιάξαμε.

Μπαμπά μου, υποτίθεται πως κάπου ανάμεσα σε αυτές τις αράδες εκφράζω όσα σημαίνεις στην ψυχή μου, μα εσύ είσαι η ίδια μου η ψυχή. Σου ανήκει. Σου ανήκουν οι επιτυχίες μου κι οι αποτυχίες μου. Σου ανήκουν όλα όσα έφτιαξα, γκρεμίστηκαν και κατάφερα να χτίσω απ’ το μηδέν. Σου ανήκει η στάση ζωής που υιοθέτησα, το πνεύμα μου, οι άμυνές μου. Σου ανήκουν κι όλα μου τα όνειρα. Εύχομαι να σε βρουν παρών όταν θα έχουν επιτέλους εκπληρωθεί όλα. Μαζί στο εδώ και στο τώρα, στο μετά και το εκεί, θα είμαστε εγώ κι εσύ –εμείς– για πάντα.

Μπαμπά μου, μια χάρη μόνο, δε θέλω τίποτα μεγάλο. Να σε προσέχεις. Να ‘σαι καλά. Να ’σαι πάντα ο μπαμπάς μου, αυτός ο ρόλος που σου ταιριάζει τόσο τέλεια. Ο κολλητός μου, ο φύλακας ο άγγελός μου. Αυτό για μένα είναι ο ουρανός, ο ωκεανός και καθετί απέραντο. Ακριβώς σαν και την αγάπη μας που δε θα στερέψει ποτέ.

Αφιερωμένο στον πιο τέλειο μπαμπά του κόσμου, τον δικό μου μπαμπά.

Συντάκτης: Άννα-Μαρία Χάσικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη