Δύσκολος καιρός για πρίγκιπες. Και πώς να μην είναι; Όταν τους καημενούληδες τους έχει φάει το σύστημα. Όταν κι ο τελευταίος που έμεινε δεν μπορεί πια να επιβιώσει. Του έχουν λύσει το άλογο. Έχουν κλέψει την κορόνα του, την έριξαν στο πάτωμα, την ποδοπάτησαν. Κι έμεινε αυτός με τα πριγκιπικά ρούχα, σαν καραγκιόζης πια, σαν να φορά στολή για τις απόκριες. Να λέει κι αυτός σαν τον Δάντη «τι ‘ναι αυτά που φορώ;». Πάγωμα πλάνου.

Ζούμε σ’ έναν κόσμο που -σχεδόν- όλα τα αρσενικά αποκαλούνται μαλάκες. Και μεταξύ τους βεβαίως-βεβαίως, αλλά κι απ’ τα απανταχού θηλυκά. Αυτό ποτέ μου δεν το κατάλαβα, τι σημαίνει μαλάκας και πώς ορίζεται;

Αν τις βάλεις να στο εξηγήσουν δε θα τα καταφέρουν. Ή που θα σου πούνε διαφορετικά πράγματα. Για τη μία θα είσαι μαλάκας με τις ακατονόμαστες πράξεις σου και για την άλλη θα ’σαι το καλύτερο παιδί. Ή κάτι στη μέση. Δηλαδή, φίλε, ασ’ τα να πάνε. Δεν κατάφεραν ούτε το προφανές. Να συνεννοηθούν μεταξύ τους να μας λένε το ίδιο πράγμα. Άντε τώρα τρέχα γύρευε.

Ακόμη και κάτι σαν «savoir vivre» να ανοίγαμε ή μάλλον ένα εγχειρίδιο «Πώς να είσαι τέλειος γι’ αυτήν» , πάλι θα αποτυγχάνουμε. Μ’ αυτές τίποτα δεν είναι σωστό και τίποτα δεν είναι λάθος κι ας μας κατηγορούν συνέχεια ότι είμαστε ανισόρροποι.

Εμείς, φιλαράκι, έχουμε άλλο ελάττωμα. Είμαστε λιγάκι φαφλατάδες. Λέμε, λέμε, λέμε. Και στο τέλος υποτασσόμαστε στο μεγαλείο της, στη μυρωδιά της, στην ύπαρξή της και στην ακαταμάχητη προσωπικότητά της. Κι άντε να τη διεκδικήσεις, να την πείσεις ότι είσαι καλύτερος από κάποιον άλλον, να την κερδίσεις.

Είναι σαν να σας χωρίζει μια τεράστια παγωμένη λίμνη κι αυτή να είναι απέναντι. Και πρέπει να διασχίσεις τη λίμνη για να τη βρεις. Με μία λάθος κίνησή θα σου σπάσει τον πάγο, θα σε ρίξει στο νερό παρέα με την ταμπέλα του μαλάκα. Τι λάθος; Με ένα απ’ τους χιλιάδες ορισμούς του. Oκ, εντάξει λοιπόν. Άξιος όποιος καταφέρει να φτάσει σώος.

Είναι οι ίδιες που θα ονειρευτούν τον πρίγκιπα, το καλό παιδί, τον ρομαντικό. Εκείνον που διαβάζουν σε άρθρα και βιβλία. Αυτόν που βλέπουν στις ταινίες και λιώνουν ή αυτόν που χαζεύουν στην τηλεόραση. «Θέλω κι εγώ έναν σαν κι αυτόν» λένε. «Είναι τέλειος», «Δεν υπάρχουν τέτοιοι άντρες», «Πού είναι κρυμμένα αυτά τα παιδιά». Και δωσ’ του.

Και ξαφνικά εμφανίζεται απ’ το πουθενά ένα παλικάρι με την κορόνα του, το άλογό του, που όσα αυτή περίμενε κι ονειρευόταν τα έχει έμφυτα. Παρουσιάζεται μπροστά της, της συστήνεται, την ερωτεύεται. Κι αυτή πώς αντιδρά; Αυτή, μεγάλε, τα χάνει. Λέει τι ‘ναι αυτός; Από πού ξεφύτρωσε; Αμηχανία. Μα είναι δυνατόν να της λέει τέτοια πράγματα; Μπα, όχι. Είναι ποτέ δυνατόν να κάνει πράξεις για εκείνη σαν να είναι βγαλμένες από παραμύθι; Αποκλείεται. Σαλεμένος θα είναι. Θα τα ‘χει χάσει. Ασυναρτησίες λέει. Αυτά δε συμβαίνουν. Θα μας κοροϊδεύει κι ο κόσμος. Περισσότερο για psycho θα της κάνει.

Και λέει ο φουκαράς, «Γιατί να μη δοκιμάσω». Και φθάνει στη λίμνη με τη μεταξωτή φορεσιά του. Κι αρχίζει τη διαδρομή. Για να διασχίσει, για να φτάσει, για να πετύχει. Και κάπου στα μισά του δρόμου ακούει ένα «Σταμάτα». Κι επειδή η «γλυκιά» μας τον λυπάται να τον ρίξει στο νερό του λέει να επιστρέψει πίσω.

Κι εκείνος παίρνει τον δρόμο του γυρισμού άπραγος και μένει να αναρωτιέται τι έκανε λάθος, τι πήγε στραβά στο σενάριο ή γιατί το συγκεκριμένο κεφάλαιο δεν άγγιξε τον αναγνώστη. Κι έτσι ο τελευταίος πρίγκιπας δεν κατάφερε να επιβιώσει.

Ξεπάγωμα πλάνου. Έβγαλε τα πριγκιπικά του ρούχα, φόρεσε το τζινάκι του το σκισμένο, έβαλε την μπλουζίτσα του την κολλητή, φόρεσε τα γυαλιά ηλίου του και χαμογέλασε. Μετατράπηκε από πρίγκιπας σε πιθανός μαλάκας σε λίγα μόνο λεπτά. Γιατί αυτός υπάρχει περίπτωση να καταφέρει να επιβιώσει. Γιατί αυτός αν πέσει, ξέρει και να κολυμπά. End of story.

Αυτό το βιβλίο δεν πολυάρεσε.

Συντάκτης: Παύλος Πήττας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη