«Μη μου μιλάς καθόλου. Άσε με λίγο να σου πω ένα-δυο πραγματάκια να τελειώνουμε. Δεν ξέρω τι ακριβώς προσπαθείς να κάνεις με τη συμπεριφορά σου. Αν το βρίσκεις πραγματικά λογικό να αδιαφορείς. Να κλείνεις τα μάτια. Να μην κάνεις τίποτα. Πάει κιόλας ένας μήνας.

Ξυπνάω κάθε πρωί κι είσαι παντού. Τα ρούχα σου στην ντουλάπα. Το άρωμά σου κι η φωτογραφία σου στο κομοδίνο. Ακόμη κι η οδοντόβουρτσα σου στο μπάνιο, είναι εκεί. Και μου τη σπάει, ρε γαμώτο. Μου τη σπάει πάρα πολύ. Είναι στιγμές που μου έρχεται να τα βάλω όλα σε μια τσάντα και να τα πετάξω στα σκουπίδια.

Είχες πει πως θα ’ρχοσουν. Έτσι δεν είχες πει; Έτσι δεν είχαμε συμφωνήσει; Γιατί δεν ήρθες; Γιατί θεωρείς πως έχω όρεξη και διάθεση να «σ’ αντικρίζω» κάθε πρωί; Πέρασε ήδη ένας μήνας. Κι εσύ άφαντη.

Δε σου ζητάω τίποτα παράλογο. Έλα μια-δυο ώρες με την ησυχία σου να μαζέψεις τα πράγματά σου. Εξάλλου, έχεις το κλειδί. Και πολύ κακώς το ’χεις. Πες μου, θα είμαι την τάδε ώρα εκεί. Να ξέρω να φύγω. Στο τέλος άσε το κλειδί μέσα και ξεκουμπίσου.

Ναι, αυτό θα ήθελα. Να φύγεις, να ξεκουμπιστείς, να εξαφανιστείς απ’ τη ζωή μου. Θέλω να σβήσω τα ίχνη σου. Σαν να μην υπήρξες ποτέ. Ούτε κακός είμαι ούτε υπερβολικός. Είμαι απλά ειλικρινής. Λέω απλά την αλήθεια. Στο κάτω-κάτω λέω αβίαστα αυτό που αισθάνομαι. Ίσως αν το έκανες κι εσύ αυτό κάποτε να μην καταλήγαμε εδώ. Αλλά ξέχασα. Εγώ ήμουν ο πιεστικός κι ο απαιτητικός. Ζητούσα πολλά και σου έδινα πολλά. Τόσα πολλά που σε έπνιγαν και δεν άντεχες.

Και μου το ’παιξες θλιμμένη, πονεμένη και καταβεβλημένη κι έφυγες. Σε είδαμε πόσο θλιμμένη ήσουν.  Και τα μπαράκια σου πήγες και τα εστιατόριά σου και τις εκδρομές σου. Κυρία. Κι εγώ ο μαλάκας καθόμουν σπίτι κι έψαχνα πού έκανα λάθος. Τι αφελής που είμαι ώρες-ώρες. Όχι, καλά το είπα πριν. Τι μαλάκας.

Πίστεψα κι εγώ πως ό,τι έλεγες το εννοούσες. Και μια καλή μέρα έφυγες και μου άφησες τα πράγματά σου φάτσα φόρα να τα βλέπω εκεί. Μα εμένα με παίρνει το παράπονο. Και γι’ αυτό θέλω να τα κάψω, να τους βάλω φωτιά.
Κι άλλοτε τα βλέπω και μαραζώνω. Γι’ αυτά που έχασα. Γι’ αυτά που πίστεψα, ο τρελός, ότι έχω. Κι όμως οι δυο μας ζήσαμε κάποια πράγματα μαζί. Μοιραστήκαμε κάποια πράγματα μαζί. Λίγες στιγμές, ένα σπίτι, ένα κρεβάτι, μερικούς οργασμούς. Δεν έμεινε τίποτα.

Έμεινα εγώ μονάχος μου. Γι’ αυτό σου λέω, βρε πουλάκι μου. Έλα να τελειώνουμε. Δε σου ζητάω τίποτα περισσότερο. Τα πράγματά σου να πάρεις και να μ’ αφήσεις τα κλειδιά. Δεν ξέρω πόσο καλύτερα θα νιώσω. Εύχομαι, τουλάχιστον, μια ανακούφιση να την αισθανθώ.

Μα δεν είναι άδικο πάντα; Κάθε φορά κάποιος πρέπει να ερωτεύεται λιγάκι περισσότερο, να πονάει λιγάκι περισσότερο, να χρειάζεται περισσότερο χρόνο να ξεπεράσει τον άλλο; Δε βαριέσαι. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
Λες δε θα ξαναερωτευτώ έτσι. Δε θα δοθώ έτσι σε άλλον άνθρωπο. Δε θα κολλήσω. Κι όμως το κάνεις ξανά. Κι ερωτεύεσαι και πονάς και κολλάς. Όλα απ’ την αρχή, όλα τα ίδια. Μα κάθε φορά έχουν την ίδια φρεσκάδα, την ίδια γλύκα, την ίδια αθώα ενοχή.

Τέλος πάντων. Ξέφυγα. Απλά τα κρατούσα μέσα μου τόσο καιρό κι έπρεπε κάπως να τα βγάλω κι εγώ. Εσύ κράτα το σημαντικό. Έλα να μαζέψεις τα πράγματά σου. Ακούς; Θα περιμένω μήνυμά σου. Το τηλεφώνημα ήταν καθαρά γι’ αυτό τον λόγο κι ελπίζω να μην το παρεξήγησες. Σ’ αφήνω. Κατεβαίνω στο μετρό και δε θα ’χω σήμα. Κι όπως είπαμε. Αλλιώς θα τα πετάξω. Καλό απόγευμα.

Σ’ αγαπώ». -ωχ, ελπίζω αυτό να μην ακούστηκε.

 

Συντάκτης: Παύλος Πήττας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη