Το καλοκαίρι είναι η εποχή που περιμένουμε όλες τις άλλες. Ταυτίζεται με πολλά και ποικίλα πράγματα. Είναι ο καλός  καιρός, ο έρωτας, οι παραλίες, τα ηλιοκαμένα κορμιά, οι διακοπές που πλησιάζουν. Μεγαλώνει η μέρα, ο κόσμος βγαίνει περισσότερο. Υπαίθρια καφέ, παραλιακά μπαρ, ανεβασμένη διάθεση. Ακόμη και τα καλοκαιρινά φρούτα είναι ένα αβαντάζ.

Πάνε οι μέρες που κουλουριαζόμασταν στον καναπέ μπροστά από ένα τζάκι ή ένα καλοριφέρ. Το τσάι, η ζεστή σοκολάτα και τα οινόμελα δεν είναι πια καλή ιδέα. Πετάμε κουβέρτες, παλτά και τα σχετικά και ζούμε τη χαλαρότητα σε όλο της το μεγαλείο.

Άκου πώς έχει το concept. Βεράντα, χαμηλός φωτισμός, μπίρες ή άλλο δροσερό ποτό και τα φιλαράκια σου. Αυτό είναι. Δε χρειάζεσαι τίποτ’ άλλο για να περάσεις καλά. Άντε και μια πιατέλα με φρούτα, αυτό ναι, ίσως να χρειάζεται. Α και λίγη μουσικούλα.

Από ‘κει κι έπειτα δεν έχεις κάτι άλλο να σκεφτείς. Θα μαζευτείτε όλη η παρέα για μια βραδιά κι η λέξη «άραγμα» θα είναι η πλέον κατάλληλη να περιγράψει την κατάσταση. Θα κάθεστε και θα σας διαπερνά εκείνο το δροσερό καλοκαιρινό αεράκι. Μαγεία. Ξέρεις, είναι η φάση που αν χρειαστείτε κάτι από μέσα, δε θα σηκώνεται κανείς, τύπου «Άντε βρε μαλάκα, πήγαινε εσύ». Ε κι ο άλλος θα σηκώνεται και θα λέει: «Πάω τώρα, αλλά εγώ δεν ξανασηκώνομαι». Κάπως έτσι.

Τον χειμώνα μαζευόμαστε στα σπίτια για να παίξουμε παιχνίδια. Το ίδιο θα κάνουμε και τώρα. Αυτό δεν αλλάζει. Και θα παίξουμε, και θα πωρωθούμε, και θα τσαντιστούμε, και θα γελάσουμε. Σταθερές αξίες. Θα μας ακούνε απ’ το μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας μα δε θα μας νοιάζει, διότι ούτε εκείνοι κοιμούνται. Να δεις που κάπου στη βεράντα αράζουν κι αυτοί.

Σε κάποια φάση θα τελειώσει το κρασί, οι λιχουδιές ή τα τσιγάρα και τότε μαντέψτε τι: κάποιον θα στείλουμε στο περίπτερο. Στατιστικά, σε μια τέτοια νύχτα, τέτοιου είδους διαδρομές-αγγαρείες γίνονται τουλάχιστον μία φορά. Μέχρι που μας παίρνει πρέφα κι ο περιπτεράς και την επόμενη φορά κάνει και το σχολιάκι του.

Οι ώρες περνούν σαν δευτερόλεπτα. Το ρολόι είναι άγνωστη λέξη. Δεν πα’ να δουλεύουν κάποιοι την επόμενη μέρα. Σκασίλα τους. Καλοκαίρι είναι. Τα κινητά χρησιμοποιούνται μόνο για εφαρμογές παιχνιδιών και φυσικά των καθιερωμένων φωτογραφιών. Γιατί, εντάξει παιδιά. Όλοι έχουμε τον έναν φίλο που τα social media είναι η νικοτίνη του. Στα πέντε βεράντα πάρτι, στο ένα θα κάνει το check in του με περιγραφές τύπου «Βράδια αξημέρωτα», «Καλοκαιρινές διακοπές για πάντα» και τέτοια. Αδιαμφισβήτητα.

Κι όταν η ώρα είναι πραγματικά περασμένη κι οι μισοί την έχουν κάνει, μένουν οι λίγοι. Αυτοί που θα καθίσουν για «λίγη» ώρα ακόμα. Αυτοί που θα ξεκινήσουν να λένε τους προβληματισμούς τους και θα καταλήγουν να φιλοσοφούν τη ζωή. Εκτενής ανάλυση και συζητήσεις που γίνονται μόνο το ξημέρωμα.

Κι εκεί που κάθεσαι και συζητάς ξαφνικά βλέπεις ένα φως. Το σκοτάδι αραιώνει. Έχει αρχίσει να ξημερώνει σιγά-σιγά. Ξημερωθήκαμε, που λέμε. Ε, τώρα ναι, ήρθε η ώρα να φύγουν κι οι τελευταίο, ή μάλλον ο τελευταίος επισκέπτης. Εκείνος που για να ’κατσε τόσο, σημαίνει κάτι ήξερε παραπάνω. Τυχαίο πάντως δεν το λες. Τώρα αν είναι ο κολλητός, η κολλητή ή το γκομενάκι, εσύ ξέρεις σίγουρα καλύτερα.

Το μόνο δυσάρεστο της όλης ιστορίας είναι όταν ο οικοδεσπότης αποχαιρετώντας και κλείνοντας την πόρτα στον τελευταίο, γυρίζει πίσω. Και τότε βλέπει το χάος. Βρε παιδιά, βρε παιδιά, αν είναι δυνατόν. Ποιος θα τα μαζέψει τώρα όλα αυτά; Που το μάτι είναι μισόκλειστο και νιώθεις ότι παραπατάς απ’ τη νύστα.

Δε βαριέσαι. Μακάρι να ‘ταν αυτά τα μεγάλα προβλήματα. Ακόμη μια υπέροχη νύχτα. Αφήνει πίσω αναμνήσεις, πόνο στην κοιλιά απ’ τα γέλια, ρομαντισμό. Ευλογία που μπορούμε και ζούμε τέτοιες στιγμές. Επειδή τίποτα δεν είναι δεδομένο σ’ αυτή τη ζωή. Εκτός, ίσως, απ΄ το πλύσιμο πιάτων που θα ‘χεις αύριο. Καληνύχτα, φιλαράκι.

Συντάκτης: Παύλος Πήττας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη