Θα σας πάω πολλά χρόνια πίσω. Τότε που ο κόσμος μου ήταν η γειτονιά μου. Τότε. Πόσο μακρινό φαντάζει πια; Σαν να μιλάμε για μια άλλη εποχή, τόσο μα τόσο διαφορετική. Τη φέρνω στο μυαλό μου ακόμα. Σαν ανάμνηση πια. Και σκάω το χαμόγελο. Πού και πού μου φεύγει κι ένα δάκρυ. Έτσι, ανεξήγητα.

Όταν ήμουν παιδί λοιπόν. Πόσες φορές με φαντάζομαι να γυρνώ σε ‘κείνα τα χρόνια. Άλλοι τα χαρακτηρίζουν ανέμελα χωρίς έννοιες και σκοτούρες. Κάποιοι άλλοι μιλάνε για αθωότητα, για αφέλεια. Δίκαιο έχουν όλοι τους. Εγώ όμως θα τους έβαζα άλλη μία ταμπέλα. Αυθόρμητα.

Θυμάμαι ένα παιδί να τρέχει, να πειράζει όλο τον κόσμο. Να ζει και να χαμογελάει. Δεν τον ένοιαζε η γνώμη των άλλων, τίποτα δεν τον φοβέριζε. Ξύπναγε και χαμογελούσε. Είχε μια ζωή να ζήσει κι αυτό έκανε. Ήταν το τέλειο σκηνικό. Η ζωή χωρίς προβλήματα. Η ζωή σαν παραμύθι.

Ενθουσιαζόταν με τα μικρά. Ευτυχία γι’ αυτόν ήταν μια αγκαλιά της γιαγιάς του. Ένα χάδι, ένα φιλί, ένα χαμόγελο. Δε νοιαζόταν για τα υλικά. Μοναχά τον εντυπωσίαζαν για λίγο. Έπειτα τα ξέχναγε. Δε δενόταν με άψυχα πράγματα. Δεν είχε επαφή με χρήματα. Μόνο κάνα κέρμα ίσα-ίσα να φτάσει για λίγες καραμέλες. Γι’ αυτόν σημαντικό ήταν ό,τι τον έκανε να αισθάνεται την αγάπη.

Τότε ο κόσμος για τον πιτσιρικά ήταν αμετάβλητος. Θεωρούσε ότι τα πράγματα θα έμεναν έτσι για πάντα. Θα έμενε μικρός, οι άνθρωποι γύρω του θα ήταν οι ίδιοι και αγέραστοι. Θα ήταν πλάι του και θα τον συντρόφευαν για μια ολάκερη ζωή. Ο φόβος κι ο θάνατος ήταν άγνωστες λέξεις, άγνωστες έννοιες. Δεν υπήρχαν.

Και το πιο σημαντικό; Ονειρευόταν. Κάθε μέρα. Δεν υπήρχαν φραγμοί στη φαντασία του. Κι αν υπήρχαν δεν μπορούσε τότε να τους δει. Δεν τον αφορούσαν. Ανήκαν στον κόσμο των μεγάλων στον οποίο δεν ανήκε. Άφηνε το μυαλό του να φεύγει και να ταξιδεύει στα μέρη που ήθελε να πάει. Στα πράγματα που ήθελε να κάνει. Στους ανθρώπους που ήθελε να συναντήσει.

Ανυποψίαστος ο μικρός. Πίστευε ότι ο κόσμος είναι ιδανικός. Πως δεν υπάρχει κακία. Πως όλοι είναι σαν αυτόν. Κι ότι η ζωή είναι χαρά και γέλια. Η δυστυχία γι’ αυτόν σήμαινε να μην πάει κάποιο απόγευμα στην παιδική χαρά. Ω, ναι! Αυτό ήταν όντως κάτι τρομερό.

Αυτό το παιδί μεγάλωσε. Όπως αναπόφευκτα θα γινόταν. Ο κόσμος του κατέρρευσε και γκρεμίστηκαν όλα γύρω του. Ή έστω δεν είναι τόσο ιδανικά τα πράγματα, όπως κάποτε θεωρούσε. Και προφανώς δεν κατάφερε να παραμείνει ίδιος κι αυτός.

Βλέπει γύρω του κόσμο βολεμένο. Ανθρώπους που φθονούν, που είναι εγωιστές, που κάνουν κακό. Που γι’ αυτούς ευτυχία είναι ένα καινούργιο αμάξι ή ένα φουσκωμένο πορτοφόλι. Έπαψε να αντικρίζει αβίαστα χαμόγελα. Αντίθετα, βλέπει άτομα που χαμογελούν με το ζόρι ή και ψεύτικα ακόμα. Έχει γύρω του τον πόνο και τη δυστυχία στον υπερθετικό τους βαθμό. Και δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό.

Κι ο κόσμος του αποδείχτηκε πλήρως μεταβαλλόμενος κι ασταθής. Τα πράγματα δεν είναι ίδια ούτε κι οι άνθρωποι που είναι δίπλα του. Μάταια ψάχνει εκείνη την ίδια αγκαλιά της γιαγιάς. Έχει χαθεί. Και το πιο τραγικό; Δεν ονειρεύεται πια. Ή αν το κάνει, το κάνει με περικοπές και λαμβάνοντας υπόψιν δεκάδες παράγοντες. Πάει ο αυθορμητισμός. Έρχεται ο φόβος να τον αντικαταστήσει. Και σιγά-σιγά κι αυτός αρχίζει να εγκαταλείπει το όνειρο. Δεν είναι τόσο δυνατός για να το ακολουθήσει. Να το και το δάκρυ πώς εξηγείται.

Όμως, όλοι μας έχουμε ως σημείο αναφοράς τα παιδικά μας χρόνια. Τα νοσταλγούμε. Είναι η βάση μας κι εκεί λαχταρούμε να επιστρέψουμε. Μα γιατί, άνθρωπε, δεν πήρες μαζί σου τίποτα; Γιατί έπαψες να ονειρεύεσαι; Γιατί παραιτήθηκες; Γιατί απογοήτευσες εκείνο το παιδάκι;

Βάλαμε τις αναμνήσεις και τα εφόδια σε αποσκευές κι εγκαταλείψαμε την «Οδό Ονείρων». Αυτή που μας μεγάλωσε, που μας έχτισε, που μας δίδαξε. Έκτοτε αφήσαμε τις αποσκευές αυτές κλειστές σε ένα πατάρι να τις τρώει η σκόνη. Αναρωτιέμαι.

 

Συντάκτης: Παύλος Πήττας
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή