Θυμάμαι τις βόλτες μας κάτι πρωινά που η πόλη μόλις ξυπνούσε, να μου μιλάς για τα όνειρα και τις πιο τρελές σου επιθυμίες. Να σχολιάζουμε το παρόν, να αναπολούμε το παρελθόν και να ονειρευόμαστε το μέλλον. Να καταθέτεις την ψυχή σου ακουμπισμένη σε ένα παγκάκι ατενίζοντας τη θάλασσα. Να νιώθεις άτρωτη και δυνατή, αποφασισμένη να διεκδικήσεις αυτό που σου αναλογεί. Να αισθάνεσαι πως ο κόσμος είναι τόσο λίγος και καταδικασμένος να μην μπορεί να νιώσει λίγο απ’ το πάθος σου.

Ένας ήταν ο στόχος σου, να σώσεις τον κόσμο σαν ένας άλλος σούπερ ήρωας των παιδικών σου χρόνων. Να μάθεις τους ανθρώπους να γελάνε και να μοιράζονται τα θετικά τους συναισθήματα με τους υπόλοιπους. Να τιμωρήσεις αυτούς που πληγώνουν και να μαζέψεις τα κομμάτια αυτών που πληγώθηκαν. Ήθελες με ένα μαγικό τρόπο να περιλούσεις τους ανθρώπους με ευγένεια, καλοσύνη κι αγάπη γιατί αυτά πίστευες πως ήταν όσα χρειαζόταν ο κόσμος για να γίνει όπως ακριβώς τον είχες φανταστεί.

Σε θυμάμαι ξαπλωμένη στο φάρο, να χαζεύεις τα αεροπλάνα να απογειώνονται και να σκέφτεσαι  πόσο πολύ θα ήθελες να είσαι μέσα σε ένα από αυτά. Ήθελες να ταξιδέψεις σε όλο τον κόσμο. Να δεις νέα μέρη, να γνωρίσεις νέους ανθρώπους με διαφορετική κουλτούρα και ζωή. Να δοκιμάσεις νέες γεύσεις και να ανταλλάξεις σκέψεις και συναισθήματα με ανθρώπους που μεγάλωσαν διαφορετικά από εσένα.

Αναπολώ τις στιγμές εκείνες που σε έκανα να χαμογελάσεις και να νιώσεις μοναδική. Που ήξερα τους τρόπους και την τεχνική να σε κάνω να ηρεμείς. Που αν όχι πάντα, σχεδόν πάντα, κατάφερνα να σε κάνω ευτυχισμένη. Μια βόλτα στη θάλασσα, μια μπάλα παγωτό, ένα αγαπημένο κομμάτι μουσικής απ’ το αγαπημένο σου συγκρότημα δυνατά στο ραδιόφωνο, ήταν μερικά απ’ τα όπλα μου. Όπλα, που δεν σου έκαναν κακό. Αντίθετα, σου έδιναν την λύση και την όρεξη να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι και να μάχεσαι.

Να μάχεσαι για αυτά που κάθε βράδυ έχανες τον ύπνο σου. Γι’ αυτά που αποτύπωνες σε χαρτί ή κάποιον αυτοσχέδιο καμβά. Χρησιμοποιούσες χρώματα, γιατί πάντα έλεγες πως η ζωή παίρνει το χρώμα που της δίνεις εσύ. Κι εσύ αναζητούσες μια πολύχρωμη ζωή. Είχες υιοθετήσει τόσο πολύ τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη, για τα χρώματα και τα πινέλα, που όλη σου η ζωή περιστρεφόταν γύρω από αυτό. Κι  όταν σου έσπασαν οι άλλοι τα πινέλα και τα χρώματα, όταν οι ίδιοι για τους οποίους πάλεψες κι αγωνίστηκες, σε πρόδωσαν, εσύ έπεσες απ’ τα σύννεφα. Ταρακουνήθηκες και χτύπησες με δύναμη στο έδαφος. Χτύπησες τόσο πολύ που ξέχασες ποια ήσουν.

Παραιτήθηκες απ’ το αρχικό σου όνειρο, να κάνεις τον κόσμο καλύτερο και περιπλανήθηκες σε άσκοπα μέρη. Απομονώθηκες και κλείστηκες στον εαυτό σου. Θύμωσες με τον κόσμο αλλά και με μένα. Ανέπνεες, αλλά δε ζούσες. Περνούσαν οι μέρες και εσύ έμεινες άπραγη και κρυμμένη. Φοβόσουν να αντιμετωπίσεις τον κόσμο. Τον κόσμο για τον οποίο πάλευες κι έχτιζες όνειρα. Ένιωσες να φτάνεις στον πάτο και να βουλιάζεις σε μια θάλασσα δίχως τέλος.

Ένα βράδυ, καθώς καθόμουν σε ένα απ’ τα παγκάκια που περνούσαμε ατέλειωτες ώρες, ήρθες. Σε είδα κι ομολογώ πως δυσκολεύτηκα να σε αναγνωρίσω. Είχες αλλάξει αρκετά. Είχες μεγαλώσει, είχες ψηλώσει και τα μαλλιά σου είχαν ένα γκρι χρώμα. Μερικές ρυτίδες στο πρόσωπο για να δείχνουν τις εμπειρίες σου και ένα χαμόγελο σπασμένο. Δε μου πήρε πολύ ώρα για να καταλάβω πως είσαι εσύ. Πώς θα ήταν δυνατόν να μη σε γνώριζα; Είχαμε περάσει μια ολόκληρη ζωή μαζί.

Κάθισες κάπως αμήχανα δίπλα μου, σιωπηλή και μαζεμένη σε μια μεριά. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να νιώσω αυτό που σου έλειπε. Αυτό που πάντα ήθελες και δε στο έδινα. Μια αγκαλιά. Σε αγκάλιασα κι αμέσως σε ένιωσα να λύνεσαι και να αισθάνεσαι ασφάλεια. Μου μίλησες για όλα αυτά που είχες περάσει, αυτά που σε ενοχλούσαν και αυτά που σε έκαναν ευτυχισμένο. Εξέφρασες τις ανησυχίες και τις επιθυμίες σου. Μου έκανε εντύπωση ότι μετά από όλα αυτά τα χρόνια απουσίας, ένα πράγμα αποζητούσες μόνο: να σε ακούω.

Αφού έδωσα την υπόσχεσή μου να σε ακούω, σε πήρα αγκαλιά και σε κέρασα παγωτό περπατώντας στη θάλασσα. Ήξερα ότι το είχες ανάγκη. Εσύ δε μίλησες. Χαμογέλασες. Τότε κατάλαβα πως όλα ήταν όπως παλιά. Καλώς ήρθες πίσω, εαυτέ μου, έχουμε πολλά να πούμε, να μάθουμε και να ζήσουμε ακόμα.

 

Συντάκτης: Αθηνά Συντυχάκη - Θάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη