Φαγητό. Ίσως μια απ’ τις πιο σημαντικές και ταυτόχρονα ερωτικές ανάγκες και συνήθειές μας. Από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως «αναγκαίο κακό» ενώ κάποιοι από εμάς  αντιλαμβανόμαστε την τροφή ως μέσω εξωτερίκευσης κι έναν τρόπο –λανθασμένο μεν, λειτουργικό δε– να λύνουμε τα προβλήματά μας.

Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων. Αυτοί που τρώνε όταν είναι ψυχολογικά πολύ καλά, αυτοί που τρώνε ακριβώς όταν νιώθουν το αντίθετο, δηλαδή, είναι ψυχολογικά πεσμένοι, αγχωμένοι ακόμα και πιεσμένοι. Κι υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, στην οποία ανήκουν αυτοί που τρώνε πάντα και τα πάντα, ανεξάρτητα απ’ το πώς νιώθουν.

Σίγουρα σε όλους μας έχει τύχει να τριγυρνάνε πολλές σκέψεις στο μυαλό μας, να γίνεται μια μάχη μέσα μας και κάτι να μας κρατάει πίσω και να μη μας αφήνει να τα εξωτερικεύσουμε. Θέλουμε να τα εκφράσουμε, άλλα δυσκολευόμαστε πολύ. Κάποιες φορές, μάλιστα, δυσκολευόμαστε ακόμα και να τα διαχειριστούμε. Καταφεύγουμε στην εύκολη κι άμεση λύση, το φαγητό. Πιστός σύντροφος και συμπαραστάτης κάθε φορά που και εμείς οι ίδιοι δε μας καταλαβαίνουμε. Κάθε φορά που τα πράγματα δεν παίρνουν την τροπή που θα θέλαμε.

Ξεκινάμε, λοιπόν, να τρώμε κάτι γλυκό, για αρχή, νομίζοντας πως θα μας βοηθήσει να νιώσουμε πιο «γλυκά». Μπαίνουμε στο ζαχαροπλαστείο αποφασισμένοι και προετοιμασμένοι  να δώσουμε εξηγήσεις στον ζαχαροπλάστη, αν χρειαστεί. Βγαίνοντας έχουμε πάρει δυο κούτες γεμάτες διαφορετικές πάστες και μισό κιλό παγωτό. Ή πηγαίνουμε στο περίπτερο, στο ράφι με τις σοκολάτες και χωρίς πολλά-πολλά καταλήγουμε με πέντε διαφορετικά είδη σοκολάτας. Ενώ αγοράζουμε και μια έκτη για τη διαδρομή μέχρι το σπίτι. Η μανία που μας έχει κυριεύσει θολώνει το μυαλό και καταλήγουμε στον καναπέ του σπιτιού μας αγκαλιά με οικογενειακό φαγητό κι ένα-δυο σακουλάκια πατατάκια, έτσι για αλλαγή γεύσης.

Δημιουργούμε μια ασπίδα προστασίας από στραφταλιζέ περιτυλίγματα και πολύχρωμα άδεια σακουλάκια. Νιώθουμε προστατευμένοι εκεί, στον καναπέ μας, περιτριγυρισμένοι από άδεια κουτιά και μισοτελειωμένα μπουκάλια αναψυκτικού.

Συνήθως καταλήγουμε στα σνακ με γλυκές γεύσεις, γιατί νιώθουμε πως αυτό μας λείπει και πως αυτό θα μας γλυκάνει τον πόνο της καρδιάς. Υπάρχουν ωστόσο κι εκείνες οι στιγμές που δε μας αρκούν τα απλά, μικρά τσιμπολογήματα και καταφεύγουμε σε κανονικές μερίδες φαγητού.

Παραγγέλνουμε απ’ το ψητοπωλείο της γειτονιάς κι όταν έρθει η ώρα να πληρώσουμε και να πάρουμε την παραγγελία μας, προσποιούμαστε πως δεν είμαστε μόνοι σπίτι και κάνουμε, τάχα, πως μιλάμε με εκείνους που υποτίθεται πως θα τα μοιραστούμε.

Ακόμα και σε περιόδους άγχους, παρ’ όλο που κάποιοι σταματάνε να τρώνε, εμείς παραμένουμε πιστοί σε αυτή την ιδεολογία και τρώμε σχεδόν διπλάσιες ποσότητες απ’ όσο μας χρειάζεται. Νιώθουμε πιο ήρεμοι όταν νιώθουμε το στόμα γεμάτο και την κοιλιά χορτάτη. Ηρεμούν οι δαίμονες μέσα μας, λες κι αυτό που χρειάζονταν ήταν τροφή. Τους ξεγελάμε. Για λίγο, όμως, γιατί μετά επιστρέφουν πιο άγριοι.

Άσε που μετά από καιρό, δε θα μας στοιχειώνουν μόνο οι δαίμονες μέσα μας, αλλά και το τζιν που καρτερικά περιμένει στην ντουλάπα. Γιατί,  μάντεψε, όλες αυτές οι ποσότητες φαγητού που καταναλώνουμε, κάπου πρέπει να πάνε. Κι, ω Θεέ, βρίσκουν μια περίοπτη θέση σε εκείνα ακριβώς τα σημεία που το τζιν, που λέγαμε πριν, δυσκολεύεται να μας μπει.

Αρκετές ώρες, ακόμα και μέρες, και μόλις αισθανθούμε πως δε χωράει άλλο φαγητό, αποφασίζουμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Συγκεντρωνόμαστε, εντοπίζουμε κι επαναπροσδιορίζουμε αυτά που μας δυσκολεύουν κι αποφασίζουμε να αντιδράσουμε. Φεύγουμε απ’ την κατάσταση της αδράνειας και ξεκινάμε να λύνουμε ένα-ένα αυτά που μας ενοχλούν.

Καμιά φορά δίνουμε κι όρκο στον εαυτό μας πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που πέσαμε στη λύση του φαγητού. Μερικές φορές το τηρούμε, άλλες πάλι η ακαταλόγιστη κατάποση φαγητού είναι η πιο ασφαλής και γρήγορη λύση.

 

Συντάκτης: Αθηνά Συντυχάκη - Θάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη