Ας μιλήσουμε για τη ζωή, τον ήλιο, για το πριν και το μετά, για το πού τελειώνει η πιο απέραντη θάλασσα και πού καταλήγουν οι μεγάλες ελπίδες. Ας αναλύσουμε τους φόβους μας, ας συλλογιστούμε την αφετηρία τους κι ας αγγίξουμε τ’ αστέρια με διαστημόπλοιο τα πιο τρελά μας όνειρα. Και ποτέ να μην προσγειωθούμε. Αυτή ας είναι η ευχή μας σε έναν κόσμο που θεοποιεί τσιμέντα κι ανάγει τον ορθολογισμό σε απαραίτητο αξεσουάρ κυριλάτης καθημερινότητας.

Κι εμείς, οι αμετανόητοι αμπελοφιλόσοφοι, θα νοηματοδοτούμε πεισματικά το καθετί, θα κοιτάμε έξω απ’ το παράθυρο και θα φυλακίζουμε στις χούφτες μας ακτίνες του φωτός. Θα παρατηρούμε εξονυχιστικά θαμώνες μπαρ, επιβάτες λεωφορείων, περαστικούς σε σοκάκια και θ’ αναρωτιόμαστε όχι πού πάνε, μα πού στ’ αλήθεια θα επιθυμούσαν να πηγαίνουν, όχι αν χαμογελάνε, μα αν τα μάτια τους ακολουθούν το χαμόγελο ή μια αδιόρατη θλίψη φρένο βάζει στη γαλήνη τους.

Κάποιοι αρέσκονται στις καταδύσεις, άλλοι με στάσεις γιόγκα μυούνται στην ισορροπία νου και σώματος κι ορισμένοι συλλέγουν γραμματόσημα ή σκοτώνουν την ώρα τους κυνηγώντας πόκεμον.

Ε, λοιπόν, κι εμείς έχουμε το χόμπι μας! Δημιουργούμε τη δική μας εκκεντρική κάστα που τα πόδια απλώνει στα μπαλκόνια του πεπρωμένου κι έπειτα προβληματίζεται ακριβώς επειδή άπλωσε τα πόδια, αναζητώντας την τυχόν σύνδεση της συγκεκριμένης κίνησης με τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας. Τελικά, τείνει να σχηματοποιεί το συμπέρασμα πως το άπλωμα ποδιών θεωρείται πράξη σχεδόν επαναστατική σε ένα σύστημα που αρέσκεται να σπάει άκρα και φτερά.

Δε θα σταματήσουμε ποτέ. Κι αυτό είναι τόσο υπόσχεση όσο κι απειλή. Πνοή λαμβάνουμε με το να ψαχουλεύομε τα παρασκήνια, έστω κι αν η σκηνή παλεύει να μας πείσει πως αντιστοιχεί στη μοναδική πραγματικότητα.

Το ορατό δε μας αφορά. Εραστές του κειμένου πίσω απ’ τις λέξεις χριστήκαμε, με τις ώρες φιλοσοφούμε, αναζητώντας τις ερωτήσεις τις λιγάκι πιο βαθιές απ’ το τετριμμένο «τι κάνεις;» ή το πολυφορεμένο «πώς πάει η δουλειά;».

Βλέπεις, το «τι κάνεις;» πεζά δε δύναται να απαντηθεί αφού αποτελεί συνονθύλευμα αμέτρητων ρευστών παραγόντων. Έπειτα το αν λογιστής δηλώνεις η χορευτής σάλσα ποσώς μας αφορά. Εμάς μας απασχολεί αν το επάγγελμα της καρδιάς σου ακολουθείς, αν με σφυρίγματα ξυπνάς τα πρωινά και κεφάτος για το γραφείο τραβάς.

Αφουγκραζόμαστε και την ανάσα σου ακόμη, τα ανεπαίσθητα ανεβοκατεβάσματα της φωνής. Και ζητάμε να μάθουμε το πρωτεύον κι ουσιαστικό, εκείνο που δε σκέφτηκες ή αποφεύγεις να σκεφτείς.

Όλοι μας παροτρύνουν να κάνουμε μια στάση στην ξέφρενη κούρσα μας, να πούμε λόγια μετρημένα, να ονομάσουμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Πότε, ωστόσο, θα συνειδητοποιήσουν πως η σκάφη και τα σύκα όπως κι οτιδήποτε άλλο κυκλοφορεί σε τούτο το συναρπαστικό σύμπαν, ταυτότητα σταθερή δε διεκδικούν και καθημερινά σε κατηγορίες μεταπηδούν και σε κάτι ανώτερο εξελίσσονται; Στην τελική, γιατί κανείς δεν αναρωτιέται πώς, τελικά, τα σύκα κατέληξαν να πιστεύουν πως γεννήθηκαν απλώς σύκα, εγκλωβίζοντας την αφεντιά τους στον μικρόκοσμο των φρούτων;

Νοηματοδοτούμε το καθετί, επομένως, γιατί πράγματι υπάρχει νόημα ζουμερό κι ανεπανάληπτο ακόμα και στο πέταγμα της πιο ταπεινής πεταλούδας. Μη γυρεύετε από εμάς λακωνικότητα και νορμάλ κουβεντούλες. Το μυαλό αδυνατούμε να σταματήσουμε, σε μακρινούς γαλαξίες πετάμε και στη Γη ανάποδα περπατάμε. Το ανάποδο με το κανονικό, αν το σκεφτείς, ουδέποτε αυστηρά διαχωρίστηκαν καθώς το προσωπικό σου «αλλόκοτο» αντιστοιχεί στο δικό μου «κλασικό» και τελικά βασιλεύουν τόσα στιλ όσα κι άνθρωποι.

Οπότε μίλησέ μου για εσένα! Για εσένα πίσω απ’ τις βαρετές σου μάσκες και τις μηχανικές απαντήσεις, για εσένα που φοβάσαι κι ενίοτε βολεύεσαι στο εύκολο και ρηχό, για εσένα που κυνηγάς κατάλληλους γαμπρούς και νύφες αποχαιρετώντας κινηματογραφικούς έρωτες, για εσένα που το χέρι στο τραπέζι δε χτυπάς καθώς τρέμεις μπας κι αυτό ακόμη πόδια βγάλει και σε εγκαταλείψει, για εσένα που με καριέρες του χασμουρητού συμβιβάζεσαι, για εσένα που αν για μια στιγμή έστω συνειδητοποιούσες πως τα πάντα νόημα ιερό εμπερικλείουν τη ζωή σου, τούμπα θα έφερνες, μα την τούμπα σε έμαθαν ν’ αποφεύγεις αντί να την απολαμβάνεις οι εκπρόσωποι του «ένα συν ένα ίσον δύο».

Η αμπελοφιλοσοφία απαιτεί να εξερευνήσεις με μάτια κλειστά τις άπειρες προοπτικές, να δραπετεύσεις απ’ τους τέσσερις τοίχους του ωμού ρεαλισμού και να στροφάρεις με το νου και την ψυχή. Θα βρεθείς σε δαιδαλώδη σοκάκια, μα δε θα χαθείς, καθώς πια ξέρεις καλά πως χαμένος κανένας δεν πάει και πως στα πιο πυκνά σκοτάδια μας ένα φως αχνοφαίνεται νοηματοδοτώντας  την πορεία προς την Ιθάκη.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη