Περπατάμε στους δρόμους της πόλης, κουβαλώντας στην πλάτη τους αθώους ή μοιραίους εθισμούς μας. Εξαρτημένοι σε δυσλειτουργικές συμπεριφορές, σε ανούσιες σκέψεις, σε κλεφτά τσιγαράκια που ξεγελούν το άγχος, σε ηλεκτρονικές πίστες που λησμονούν την καθημερινή μουντάδα. Κι ελπίζουμε πως η αγάπη θα μας σώσει, γιατί εμείς οι ίδιοι νιώθουμε μικροί και συνεπώς δυσκολευόμαστε ν’ αποχωριστούμε την αόρατη φυλακή μας.

Ωστόσο, τι γίνεται όταν η αγάπη μας προδίδει, αλλά συνεχίζουμε να κυνηγάμε με απόγνωση τα φαντάσματα των ονείρων μας; Μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2010 στο περιοδικό «Journal of Neurophysiology» έδειξε ότι οι άνθρωποι που έχουν πρόσφατα απορριφθεί και παραμένουν ερωτευμένοι, εκδηλώνουν αντιδράσεις παρόμοιες μ’ εκείνες των εθισμένων σε ουσίες.

Βαθιά μέσα τους γνωρίζουν πως η απεξάρτηση αποτελεί μονόδρομο, μα αναπνέουν για το γλυκόπικρο εθισμό τους ή ακόμη και για τον πόνο που βιώνουν μόλις η επίδραση της αδρεναλίνης ατονήσει κι η μοναξιά διαπεράσει ολόκληρο το είναι τους.

Γυρεύουν, λοιπόν, απεγνωσμένα την αποδοχή κι όσο αυτή δεν έρχεται, τόσο πιο πολύ προσπαθούν να την αποσπάσουν. Γιατί, τελικά, δε διακυβεύεται μονάχα ένας έρωτας στην επιτυχία ή αποτυχία τους. Διακυβεύεται η ίδια τους η ιστορία.

Τα άτομα που εθίζονται στην απόρριψη χρειάζεται να βουτήξουν με ορθάνοιχτα μάτια στους ωκεανούς της παιδικής τους ηλικίας. Ν’ αντιληφθούν πως πιθανότατα σέρνουν ακόμη πίσω τους την ετικέτα του καλού παιδιού, που πασχίζει να γευτεί την τρυφερότητα των γονιών, που τρέχει για ένα μπράβο τους. Το μπράβο ποτέ δε φτάνει, όμως ο δρομέας, ζαλισμένος απ’ την ταχύτητα, αδυνατεί πια να τραβήξει το φρένο.

Η επίγνωση της ιστορίας μας φέρει μέσα της και την πιο ουσιαστική λύση. Μόλις συνειδητοποιήσουμε πως με το ίδιο μοτίβο πρωταγωνιστικών ρόλων το έργο μας ουδέποτε θα τροποποιηθεί, τότε ίσως και να απελευθερωθούμε. Θα αισθανθούμε στο πετσί μας πως ορισμένες ταινίες δεν προορίζονται για εμάς, πως τα ποπ κορν μας είναι λουσμένα στο βούτυρο, πως αξίζουμε κάτι πιο στέρεο και φωτεινό απ’ την αναμονή του υψηλότερου βάθρου.

Οι έρωτες που μας απέρριψαν ταυτίζονται με τις αυθεντίες της ζωής μας. Με τους επικριτικούς γονείς, τους αυστηρούς δασκάλους, τα δύστροπα αφεντικά. Μια φορά κι έναν καιρό, μας είπαν πως δε θα τα καταφέρουμε χωρίς σκληρή δουλειά. Εμείς πεισμώσαμε. Ιδρώσαμε να κατακτήσουμε τις πιο δύσβατες κορυφές. Το άπιαστο που θα πιάναμε… Εκείνο που θα μας ράντιζε με την αγάπη και τη χαμένη μας αυτοεκτίμηση. Τι βασιλεύει, άραγε, εκεί πάνω πέρα απ’ τις ματαιωμένες μας προσδοκίες;

Ο δρομέας κάποτε ξυπνά. Εγκαταλείπει την κούρσα. Αναρωτιέται, μάλιστα, γιατί έτρεχε εξ αρχής. Παύει να προσπερνά τα καταπράσινα τοπία, τα χαμογέλα των περαστικών, το κορίτσι στο κυλικείο που τον φλερτάρει, τα πιο πορφυρά ηλιοβασιλέματα που δε βίωσε. Αφήνει την κορυφή για να κατακτήσει την ιερή αλήθεια: Περπατώντας ανασαίνουμε καλύτερα. Περιττά τα λαχανιάσματα.

Και τελικά αξίζουμε πρωτίστως την αγάπη του ίδιου μας του εαυτού. Αν σφιχτά μας αγκαλιάσουμε, τότε θα ξεφορτωθούμε τα φθαρμένα παλτό. Θα καταλάβουμε πως οι εκλεκτοί αιωνίως δίπλα μας βαδίζουν και πως τα φαντάσματα του παρελθόντος πάντοτε θα ξεγλιστρούν απ’ τα δυο μας χέρια.

Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος απορρίπτει πρώτος την απόρριψη. Στην τελική, είναι αυτός που είναι. Με τους καλούς και τους κακούς βαθμούς του. Με τις όμορφες και τις στραβές του μέρες, με τις ανηφόρες και τις κατηφόρες του. Κι ύστερα, έξω απ’ το παράθυρο, ένας κόσμος ολόκληρος τον περιμένει. Το ερειπωμένο σπίτι δε θ’ αναστηλωθεί. Τώρα το γνωρίζει.

Μα σπίτι μας είναι η ζεστασιά, οι φωτιές που μας ξυπνούν, τα τζάκια που μας κρατούν την πιο γλυκιά συντροφιά, τα καλοκαίρια που μας εξαγνίζουν. Η ιστορία μπορεί να ξαναγραφτεί. Αρκεί να πιστέψουμε στην πένα μας.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη