Τους συναντάς παντού. Σε παρέες χασκογελούν και με περίσσιο κέφι διαπιστώνουν: «Σαν τη μητέρα μου ακούγομαι πια». Με τον τρόπο τους τα χαριτωμένα ψεγάδια δικαιολογούν, τον φουσκωμένο εγωισμό, την εξαντλητική ισχυρογνωμοσύνη, την ανάγκη ελέγχου που προήχθη σε τρυφερή έγνοια. Όλα καλά ως εδώ. Στα γονίδια και στην τάση μας για μιμητισμό ας αποδώσουμε τις σκιές μας. Ρουθούνι δε θ’ ανοίξει έτσι, σε διαβεβαιώνω.

Ο διάσημος ψυχοθεραπευτής Κάρλ Γιούνγκ επεσήμανε κάποτε πως η εξωτερική μας συμπεριφορά ταυτίζεται με τον πατέρα ενώ το εσωτερικό μας –η ίδια μας η ψυχή, δηλαδή– με τη μητέρα.

Και τώρα επιθυμώ να ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο. Ανέκαθεν μεγάλη λαχτάρα έτρεφες για τα ταξίδια κι αυτό εδώ η καρδιά δε σου πάει να μου το αρνηθείς. Μεταξύ μας, και τι δε θα έδινες αν το κοστούμι του ώριμου ενήλικα στην άκρη το παρατούσες για λίγο. Συνηθίζεις να το τσαλακώνεις κάπου-κάπου, μα ελάχιστη η ανακούφισή σου. Σύντομα στα γνώριμα λημέρια σου επιστρέφεις, στο ίδιο σπίτι και γραφείο, εθελοντής αιχμάλωτος άτυπων κανόνων, πνιγηρών συμβιβασμών και φουσκωμένων προσδοκιών. Σακίδιο, βλέπω, κουβαλάς ήδη στους ώμους. Το έπιασα το σύνθημα. Φύγαμε!

Τι βλέπεις; Ένα παιδί δέκα χρονών περίπου; Σωστά! Δεν το αναγνωρίζεις; Παρατήρησέ το προσεκτικά, παρακαλώ. Ναι, εσύ είσαι. Τρέχεις, φωτεινός και ξέγνοιαστος. Ελεύθερος πάνω από όλα. Το νου σου, ο κόσμος αντιπαθεί τους ελεύθερους και τυχοδιώκτες τους βαφτίζει. Μια προειδοποίηση απλώς. Φιλική.

Να και η μανούλα σου, με το λουλουδένιο φορεματάκι της και τον αυστηρό της κότσο. Ενδιαφέρουσα στιλιστική ακροβασία μεταξύ μποέμικης εικόνας κι αυστηρής ιδιοσυγκρασίας. Από μακριά γλυκά σου χαμογελά. Οι αποστάσεις τις διαφωνίες απαλύνουν, θα μάθαινες αργότερα. Τελευταίος τερματίζεις τελικά. Καρφί δε φαίνεται να σου καίγεται. Με την ψυχή σου το χάρηκες. Στο δρόμο της επιστροφής η μανούλα κάποια χαριτωμένα σχολιάκια τα εκτοξεύει:

«Αγαπούλα μου, έκτακτος ήσουν φυσικά, μα σαν χελωνίτσα πήγαινες. Οι συμμαθητές σου σε προσπέρασαν όλοι. Σπρώξε τους και λίγο την επόμενη φορά». «Μάτια μου, ο κόσμος με ζούγκλα μοιάζει κι εσύ αρκετά δυνατά δε βρυχάσαι. Πώς θα επιβιώσεις με ασθενική φωνή και πήλινα πόδια;».

Στο σπίτι σπας άθελά σου το καλό βάζο και γεμίζεις ψίχουλα τον πάγκο της κουζίνας.  Σίγουρα, έχουν ξημερώσει και καλύτερες μέρες για εσένα. «Βρε, καρδούλα μου, τι τσαπατσούλης και ζημιάρης που είσαι;», η αβρή της τσιρίδα σε μαλώνει.

Το απόγευμα κάποιοι φίλοι το κουδούνι χτυπούν, στο τραπέζι του σαλονιού βολεύονται και για τα παιδιά τους ατέλειωτα καυχιούνται. Αγώνας κι αυτός. Διαφορετικός. Για μεγάλους μόνο. Περισσότερο κουραστικός και κομματάκι μίζερος ασφαλώς.

«Τον Αλέξη μου τον καμαρώνω. Υπεύθυνος απ’ τα γεννοφάσκια του. Μελετά με τις ώρες στο δωματιάκι του, το χρυσούλι μου. Ξέρετε, πρώτος έμαθε να διαβάζει. Και τι εκθέσεις! Τι λόγος, τι φαντασία! Πολύ άγχος, όμως, βρε αδελφέ. Φτυστός η μανούλα του».

Το μήνυμα ελήφθη. Το αγόρι τη λίστα βγάζει απ’ την τσέπη. Τσαλακωμένη, φυσικά. Τι να περιμένεις από έναν τσαπατσούλη… Για να δούμε :

Υπεύθυνος: τσεκ

Επιμελής: τσεκ

Εύγλωττος: τσεκ

Αγχώδης: τσεκ

Κι οι ετικέτες φόρο τιμής αρχίζουν ν’ αποδίδουν στην πανίσχυρη αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Τον Αλέξη και τον κάθε Αλέξη σε κάθε γωνιά του γνωστού μας κόσμου ακολουθούν.

Είμαστε, άραγε, η ιστορία που έπλασε κάποτε η μητέρα μας για εμάς; Το δίχως άλλο, μια ιστορία αν με πειστικότητα σου επαναλάβουν, μέσα σου αυτή διεισδύει και για εσωτερική σου φωνή σταδιακά τη λογαριάζεις.

Ένα μυστικό επιθυμώ μαζί σου να μοιραστώ: Ψευδαίσθηση! Όπως ακριβώς τ’ ακούς. Ψευδαίσθηση! Ο αγώνας, ωστόσο, ν’ απαλλαγείς απ’ την αφεντιά της δύσκολος φαντάζει. Κάποιες στιγμές και μάταιος ακόμη. Μη σου κρύβομαι, πολλές φορές απ’ το μυαλό μου πέρασε να σηκώσω τα χέρια ψηλά και να βάλω την ουρά στα σκέλια. Αρκετοί, μάλιστα, τα όπλα παρατούν πριν τη μάχη. Τον ήχο απ’ τις σειρήνες του πολέμου καλύπτουν με τις απαιτούμενες νότες εργασιομανίας. Ήταν και τσεκ στη λίστα τους, εξάλλου. Κρίμα κι άδικο να χαθεί.

Αν κάποτε κουράγιο κάμποσο επιστρατεύσεις, τότε έναν τόνο χαρτιά στη φωτιά με ενθουσιασμό θα ρίξεις. Οι δανεικές εικόνες τρέφονται μονάχα απ’ τις δειλές μας ματιές στον καθρέφτη, στο εγγυώμαι. Μόλις επίμονα αυτόν κοιτάξουμε,  σε χίλια κομμάτια τον σπάμε. Στο τέλος της εικόνας υπάρχουμε εμείς, απαλλαγμένοι από ετικέτες και ταυτότητες.

Και τελικά, αν γενναίοι σταθούμε και κομματάκι τυχεροί αποδειχθούμε, είμαστε οι ιστορίες που δε διηγηθήκαμε ποτέ γιατί νιώσαμε αρκετά απασχολημένοι κι ευτυχείς ώστε να τις ζήσουμε.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη