Τους ανθρώπους είχες την περίεργη συνήθεια να παρατηρείς. Στην ίδια, πάντα, στάση του μετρό. Για κάμποσα χρόνια. Κοινωνικό πείραμα, έτσι το είχες βαφτίσει. Τα πειράματα, ωστόσο, σε επικίνδυνα συμπεράσματα κάπου-κάπου καταλήγουν και το πεπρωμένο τούμπα φέρνουν. Τότε δεν ήσουν έτοιμος. Απλά κοιτούσες. Σιωπηλός, σκεφτικός. Οι επιβάτες έρχονταν κι έφευγαν. Βιαστικοί ή ανήσυχοι, χαλαροί ή ρέμπελοι.

Πού να πήγαιναν; Αν γνώριζαν πως μια μονάχα μέρα τους απομένει θα έμπαιναν άραγε στο γνώριμο βαγόνι; Θα ακολουθούσαν τη συγκεκριμένη διαδρομή; Στη ζωούλα τους επέστρεφαν το δίχως άλλο και σαν σύγχρονες Ιφιγένειες τα όνειρα θυσίαζαν πείθοντας τον εαυτό τους πως ένα σπιτάκι, μια δουλίτσα, μια παρεΐτσα και μια σχεσούλα, το καθήκον τους με το παραπάνω εκτελούν… Αυστηρά στο υποκοριστικό τα συστατικά της συνταγής. Σε κομψή συσκευασία χωρούν. Με ευκολία μεταφέρονται. Με ασφάλεια κυρίως.

Σε συναντώ τώρα, ξανά, στο σημείο του παρελθόντος. Ο καιρός πέρασε κι εσύ τόσο διαφορετικός επέστρεψες. Το μυστικό καλά δείχνεις να κατέχεις. Η ημέρα που τη βολή σου αποχωρίστηκες υπήρξε η πιο σπουδαία, μοιραία και καθοριστική. Τα βλέμματα τα άδεια, αυτά σε τρόμαξαν. Τα μυαλά τα στενά που πακέτο πηγαίνουν με το μικροαστικό κλουβί της δήθεν ευτυχίας. Με πλησιάζεις κι εγκάρδια χαιρετάς. Ένα παραμύθι διηγείσαι:

«Μια φορά κι έναν καιρό ο ταξιδιώτης, καταραμένος και γοητευτικός, το σακίδιο στον ώμο φόρτωσε και στον λαβύρινθο των χάρτινων φόβων και των ιερών ελπίδων βόλταρε. Απήλαυσε το φως κι απενοχοποίησε το σκοτάδι. Δε χάθηκε. Στη μέση της σοβαροφάνειας έναν σκοπό τραγούδησε και την άκρη του νήματος ξετρύπωσε. Τότε το αποφάσισε. Αυτός, από διαφορετικά υλικά πλασμένος, στον κόσμο θα περιπλανιόταν, σε απέραντες θάλασσες θα βουτούσε και το καλοκαίρι στη ψυχή του θα αιχμαλώτιζε».

Τα κατάφερες, έτσι δεν είναι; Προχωρούσες και πίσω σου έμεναν οι έρωτες οι μέτριοι και χλιαροί -μια συντροφιά στα γεράματα και χιλιάδες χασμουρητά στο κρεβάτι. Την πόρτα έκλεισες σε φίλους, που σαν το τσιγάρο παρέα πήγαιναν με τον καφέ σου. Τα νέα της καριέρας, του σκύλου, του λεγάμενου κι έπειτα μια μάσκα να σκεπάζει τις βαθιές αγωνίες, τις κοφτές ανάσες και τα άυπνα βράδια. Σπουδαίες σχέσεις. Ζωής. Άδειας και μίζερης. Μα σταθερής – μην ξεχνιέσαι.

Απ’ την παλιά δουλειά απέδρασες. Την οικονομική ασφάλεια απαρνήθηκες και με τη μηδαμινή αδρεναλίνη δε συνθηκολόγησες. Τους παλιούς συναδέλφους ώρες-ώρες θυμάσαι. Κάθε έτος και μια υπόσχεση παραίτησης. Στον εαυτό τους κυρίως. Σε αυτόν λέμε πάντα τα μεγαλύτερα ψέματα, εξάλλου. Και το ρολόι σινιάλα απεγνωσμένα έδινε ενώ τα μαλλιά με γκρίζο βάφονταν και τα ένσημα συμπληρώνονταν. Κάθε κεράκι της τούρτας και λίγο επιπλέον βάρος, ένας αναστεναγμός και κάποιο μελαγχολικό τάνγκο που στις νότες έμοιαζε παγιδευμένο. «Πού θα πας χωρίς εναλλακτικό πλάνο και πώς θα εξασφαλίσεις υψηλότερο μισθό;», απορούσαν ένα τσούρμο γνωστικοί που με σοφία και σπάνια μεθοδικότητα τα σχέδια της θρυλικής τους απόδρασης κατέστρωναν. Τα σχέδια έμειναν στο συρτάρι τελικά κι η κότα στα αβγά της κάθισε. Μέχρι που κι αυτά ακόμη τα έχασε…

Και πια κοιτάς για μιαν ακόμη φορά τους ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν, τα όνειρα να λεηλατούνται ή να θριαμβεύουν, τους έρωτες μυθιστορήματα να στολίζουν ή στη ναφθαλίνη φόρο τιμής ν’ αποδίδουν. Τα βλέμματα τόσο καθαρά και γρήγορα ταλέντο απέκτησες να διαβάζεις. Τους ταξιδιώτες από χιλιόμετρα αναγνωρίζεις. Τους παρατηρείς και σε παρατηρούν. Στα βαγόνια με θάρρος ορμούν και τα παράθυρά τους με εμπειρίες χρωματίζουν. Επιστρέφουν μονάχα για το υψηλό και το εκλεκτό, για ό,τι αγάπησαν και στην ελεύθερη καρδιά τους έκλεισαν. Το άπιαστο κυνήγησαν και με πείσμα στα δύο τους χέρια κατάφεραν να το κρατήσουν.

Οι ταξιδιώτες ο ένας τον άλλον με ευκολία αναγνωρίζουν. Φίλοι καθημερινότητας μπορεί να μη γίνονται, μα στην Ιθάκη κάποτε ανταμώνουν. Λίγο κρασί παρέα πίνουν. Έτσι. Για τα παλιά. Για τα σακίδια που σήκωσαν στους ώμους και για τα βάρη που ξεφορτώθηκαν στη διαδρομή. «Άξιζε τον κόπο», διαπιστώνουν.

Αφιερωμένο στον Γιάννη και σε όσους φίλους τολμούν κι αλλάζουν τα δρομολόγια.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη