Έχεις σίγουρα συναντήσει τύπους που βιώνουν το θεό των καρδιοχτυπιών ως έναν τύραννο με απανωτές κλήσεις στο κινητό αντί για βέλη και μαρτυρικούς ανακριτικούς φακούς στη θέση των φτερών. Και τους πετυχαίνεις ύστερα να παραπονιούνται δεξιά κι αριστερά για το βαρύ τους κάρμα, να καταριούνται την άδικη τη ζωή που άλλους τους ανεβάζει κι εκείνους στα τάρταρα των ασφυκτικών δεσμών τους γκρεμοτσακίζει.

Μα όλα τα στραβά κι ανάποδα τη μεγαλειότητά τους να ταλανίζουν; Την πολυβασανισμένη τους φατσούλα που διψά για τρυφερά χαδάκια κι έξτρα δόσεις οξυγόνου; Ε, λοιπόν, έφτασε η ώρα να σου σιγοψιθυρίσω ένα μυστικό, όμως ύστερα, κακομοίρη μου, –ευχή και κατάρα σου δίνω– να το διαγράψεις απ’ τη μνήμη σου τάχιστα καθώς καμιά μαζοχιστική διάθεση να προκαλώ το μένος μερικών-μερικών ξαφνικά και κυρίως καλοκαιριάτικα δε με έπιασε.

Θύτες και θύματα στο ίδιο πρόσωπο τα συναντάς, αγαπητέ μου. Προβάρουν κόντρα ρόλους, μα στην ουσία την επιζητά ο οργανισμός τους την καταπίεση την αφόρητη. Μη με παρεξηγείς, ένα ζόρι παραπάνω βεβαίως και το τραβούν που τους έκοψες την καλημέρα με το Ελενάκι –τη διπλανή απ’ το γυμνάσιο– επειδή τάχα μου τάχα τους κοίταξε λάγνα, σχεδόν πρόστυχα δηλαδή, ένα απόγευμα στη στάση Πανόρμου του μετρό. Έλα μου, όμως, που κι αυτοί με τη σειρά τους δεν πετούν τη σκούφια τους να ανοίξεις πολλά πάρε δώσε –σε αυτά συγκαταλέγεται κι η χειραψία φυσικά– με τον Στέφανο, το δίμετρο ντερέκι του γυμναστηρίου. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη, αν κατάλαβες…

Κάπως έτσι υπογράφονται συμφωνίες με όρους μνημονίων και μια ανάπτυξη που στην προκειμένη περίπτωση συνεπάγεται την αμοιβαία χειραγώγηση. Θα σου επιτρέψω, επομένως, να γαντζωθείς πάνω μου, να με αποκόψεις από φίλους, γνωστούς, τριτοξάδερφους, αρκεί με τσαχπίνικο τίναγμα ώμου κι αστραφτερό χαμόγελο ευτυχίας ν’ αναγνωρίσεις εύκολα και να επικυρώσεις επίσημα το δικό μου αναφαίρετο δικαίωμα να σε περπατώ στους δρόμους της πόλης με περιοριστικούς όρους και νοητές χειροπέδες.

Βλέπεις, όταν δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε την ανασφάλειά μας τότε δε διαθέτουμε τα φόντα να διεκδικήσουμε την ελευθερία. Σε στενά κλουβιά πειθήνια σφιχταγκαλιαζόμαστε με την αγαπούλα μας, τα κλειδιά αμάσητα καταπίνουμε κι ακυρώνουμε την οποιαδήποτε πιθανότητα απόδρασης. Κι έπειτα, μαζί ως το τέλος του γνωστού κόσμου. Μαζί στις εξόδους, μαζί στις σέλφι. Μαζί και στο κατούρημα ακόμη, καθώς οι πειρασμοί καραδοκούν σε κάθε γωνιά κι οι τουαλέτες ενίοτε μετατρέπονται σε σύγχρονα κολαστήρια αφοσιωμένων ζευγαριών.

Και για να μη δημιουργηθούν εντυπώσεις από διαφόρων λογής επιτήδειους, η ελευθερία κρίνεται θεμιτή, αλλά η ασυδοσία διώκεται ποινικά ακόμη κι απ’ το φτερωτό θεό -που στα νιάτα του φήμες λένε πως υπήρξε περίφημος δικηγόρος. Με λίγα λόγια, αν κάποτε πιάσεις την αφεντιά σου να γκρινιάζει στο πρόσωπο επειδή για τρίτη φορά σ’ ένα καλοκαίρι σου ανακοίνωσε ονειρικές διακοπές με τη γλυκιά μπακουροπαρέα σε νησάκι ή γιατί γευματίζει κάθε Σάββατο με την κολλητούλα –που η καημένη εσένα δε σε γουστάρει εκεί, αφού κομπλάρει να εξομολογείται μπροστά σου τα εσώψυχά της–  τότε στην πρόσφατη βιβλιογραφία των παράφορα ζηλιάρηδων μην ανατρέξεις καν. Σε αθωώνω πανηγυρικά ως απλώς λογικό.

Για να επιστρέφουμε στο θέμα μας, βέβαια, οι θύτες και τα θύματα –που συνιστούν μια κατηγορία σπουδαίου βεληνεκούς– θέλγονται απ’ την ιδέα να λογαριάζουν χωραφάκι τους τον λεγάμενο μπας και νιώσουν κάπως πιο σημαντικοί απ’ ό,τι βαθιά μέσα τους πιστεύουν πως είναι. Τα άτομα της συγκεκριμένης κάστας πολλές φορές αρέσκονται, μάλιστα, να προκαλούν το σύντροφό τους κατασκευάζοντας μυθεύματα στα οποία κρατούν το ρόλο του πολύφερνου γαμπρού ή νύφης (Η Καλλιόπη είναι φιλαράκι μου απ’ τη σχολή, αλλά λιώνει για εμένα από την εποχή που ξεσκαρτάραμε τα sos της εξεταστικής).

Αν κάποτε τους ετοιμάσεις προξενιό, ευγνωμοσύνη τεράστια αρχικά θα δείξουν κι υπόσχεση ιερή θα δώσουν πως αιωνίως θα σε δοξολογούν για την τύχη την καλή που τους επιφύλαξες. Μόλις φυσικά περάσουν στο γάιδαρο τους κολάρο ιδιοκτησίας τότε το σχέδιο απομόνωσης θα εφαρμόσουν κατά γράμμα, καθώς πολλά γνωρίζεις ήδη κι, όχι δα, δεν πρέπει και να πεθάνεις, μα να εξοστρακιστείς απ’ τον κύκλο τους και κινητήρια βόμβα του άδολου έρωτά τους να πάψεις να θεωρείσαι βεβαίως κι επιτακτικώς.

Στην ουσία, όμως, ο θύτης και το θύμα ακόμη κι αν κάποτε την αποστολή τους φέρουν επιτυχώς εις πέρας και στο ειδυλλιακό σκηνικό χωρίς τους ανταγωνιστές τους σουλατσάρουν, ουδέποτε θα βρουν τη γαλήνη τους. Με τον βάτραχο θα πιαστούν στα χέρια τρέμοντας μήπως μ’ ένα φιλί σε πρίγκιπα μεταμορφωθεί, με τον κάκτο θα μανουριάσουν που το τριαντάφυλλό τους προκλητικά τσιμπά, με το σερβιτόρο του σουβλατζίδικου θα λογομαχήσουν εντόνως που τράταρε έξτρα καλαμάκι χοιρινό την αρραβωνιάρα.

Το κλουβί κατά καιρούς ίσως αλλάζει παρτενέρ, μα στη θέση του στέκεται, γυάλινο όσο κι ατσάλινο. Θα σπάσει μόνο όταν ο φτερωτός θεός βροντοφωνάξει την αλήθεια και θρυμματίσει την υποκρισία. Ο έρωτας, μακριά από φυλακές, κόβει βόλτες στον ήλιο και το φεγγάρι με διαστημόπλοιο τη μαγεία του κατακτά.

Οι δειλές ψυχές θα εξακολουθούν, ωστόσο, να φθείρουν και να φθείρονται στο οικείο τους μισοφαγωμένο σχοινί. Μ’ εσένα θα κακιώνουν που καλημέρα αισθαντικά ξεστόμισες πριν δέκα χρόνια στο καμάρι τους ή που τον άφησες να κερδίσει στην είκοσι μία το βράδυ της Πρωτοχρονιάς (για την ιστορία όντως τον άφησες, μα τον λυπήθηκες τον φουκαρά έτσι όπως αγωνιούσε μη χάσει κάνα δίλεπτο και πέσουν έξω τα καράβια του).

Το ζευγάρι της ασφυξίας μετρά τα κέρδη του στην αυλαία για να διαπιστώσει –στο πλέον ευοίωνο σενάριο κι έπειτα από ισχυρές ενέσεις αυτογνωσίας– πως αμέλησε να ποντάρει στο τραπέζι της αγάπης τον εαυτό του κι έτσι ψίχουλα τοξικότητας εισπράττει πια για επιβράβευση.

Και ζήσαμε εμείς καλά κι εκείνοι σε βιτρίνα. Απροσπέλαστη όπως και τα τείχη που κτίζουν γύρω τους οι διαλυμένες καρδιές.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη