O νόμος του Μέρφι είναι σκληρός. Σχεδόν αμείλικτος, για να είμαστε σαφείς. Θυμήσου εκείνο το πρωινό που με αγωνία αναζητούσες το πουκάμισο το τσαχπίνικο, το κολλαριστό και γούρικο για την κρίσιμη επαγγελματική συνάντηση ή τότε, λίγα λεπτά πριν το τρυφερό ραντεβουδάκι, που το αγαπημένο σου ζευγάρι παπουτσιών χανόταν από προσώπου γης αφήνοντάς σε μόνο και μελαγχολικό, συντροφιά με τα γούνινα παντοφλάκια σου.

Υπήρξε οδυνηρό, το γνωρίζω καλά αυτό. Ωστόσο ξέρεις απ’ έξω κι ανακατωτά πώς ακριβώς παίζεται το συγκεκριμένο έργο. Πρώτο στάδιο χωρισμού: Βαθιά μέσα σου βασιλεύει η ακλόνητη πίστη ότι οι γόβες ή οι αρβύλες σου θα εμφανιστούν μετανιωμένες μπροστά σου, γυρεύοντας τη δεύτερη ευκαιρία. Για λίγο θα υποκριθείς τον δύσκολο, φυσικά. Έτσι, γιατί για ένα κούτελο καθαρό ζούμε στον κόσμο των λησμονημένων αντικειμένων. Στη συνέχεια με συνοπτικές διαδικασίες στην άστατη αγκαλιά τους θα πέσεις, δίνοντας την υπόσχεση πως το μέλλον προβλέπεται διαφορετικό, πως στη ζωή –αλλά και στην ντουλάπα σου βεβαίως βεβαίως– τάξη θα μπει κι απ’ τα μάτια σου ποτέ δε θα αφήσεις τους εκλεκτούς σου.

Στάδιο δεύτερο: Οι μέρες κυλούν βασανιστικά. Κάθε τηλεφώνημα κι ένα χτυποκάρδι, μια ολοκαίνουργια ψευδαίσθηση πως στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής η μαμά ή η κολλητή περιχαρείς σου ανακοινώνουν ότι το είδαν το πουκάμισο, μαραζωμένο κι ατημέλητο σε μια ξεχασμένη γωνιά της ντουλάπας, έτοιμο για τη μεγάλη επανασύνδεση.

Στάδιο τρίτο: Κάποτε απόφαση λαμβάνεις σοβαρή και μοιραία. Θα προχωρήσεις. Το οφείλεις στον εαυτό σου κυρίως, που στη δίνη των αταίριαστων χρωματικών συνδυασμών είχε παρασυρθεί, τα κουδούνια χτυπούσε στον συγκάτοικο ύστερα από βραδινές κραιπάλες, την αφεντιά του έπειθε ότι το μαρτάκι αποτελεί το μοναδικό απαραίτητο αξεσουάρ των κοσμικών εμφανίσεων κι ότι το επίμονο τσίμπημα των μαγούλων προσδίδει στην επιδερμίδα όψη υγείας εφάμιλλη με το άφαντο ρουζ επώνυμης μάρκας.

Στάδιο τέταρτο: Σηκώνεσαι και πάλι στα καλογυμνασμένα σου πόδια, λοιπόν. Περπατάς στα σοκάκια της πόλης με περίσσεια χάρη κι ασυγκράτητο δυναμισμό. Γύρω σου τόσες βιτρίνες απ’ την κορφή ως τα νύχια σε κοιτούν, σαν σειρήνες στο παιχνίδι της αποπλάνησης μοιάζουν να σε καλούν. Υποκύπτεις. Βγάζεις αντικλείδι, αγοράζεις πουκάμισο μοδάτο κι άφθαρτο, γόβες γυαλιστερές, αρβύλες άκρως επαναστατικές.

Και πια τόσο βαθιά το γνωρίζεις πως τα ίδια λάθη δε θα επαναλάβεις, πως η αναγεννημένη σου ύπαρξη με αυτοπεποίθηση και γερμανική πειθαρχία θα διπλώσει φινετσάτα τα φρέσκα αποκτήματα, θα τοποθετήσει ευλαβικά ολόσωμες φόρμες ή μπλε κοστούμια στα συρτάρια και μια θέση σταθερή κι ακλόνητη θα ορίσει στο γραφείο για τα κλειδιά και τις απαραίτητες χαρτούρες.

Η Κυριακή ξημερώνει, ηλιόλουστη κι αισιόδοξη. Σκούπα, φαράσι, ξεσκονόπανο πιάνεις στα χέρια και στη φασίνα επιδίδεσαι με σέξι ψυχαναγκαστικό στιλ. Οι παλιοί έρωτες επιστρέφουν ακριβώς τη στιγμή που δεν τους περίμενες, λένε οι θρύλοι. Τη ζωή σου έχεις πια στρώσει κι ο πόνος την απώλειας, σαν ένας χειμώνας σκληρός που σε χαλύβδωσε, τη θέση του παραχωρεί σταδιακά στην άνοιξη την ολοφώτεινη. Κι όμως. Μπροστά σου ξανά τα μοιραία αντικείμενα. Το γούρικο πουκάμισο, οι κόκκινες γόβες, το μπλε κολιέ, το υπέροχο ρουζ, τα κλειδιά των φοιτητικών χρόνων, όλα γυρεύουν εκείνη τη δεύτερη ευκαιρία για την οποία μια φορά κι έναν καιρό ικέτευες. Τι θα κάνεις; Μα φυσικά λίγο περισσότερο χώρο στην ντουλάπα και στα συρτάρια σου.

Και τώρα περιζήτητος, κυκλωμένος από παλιές και παρθενικές κατακτήσεις, όρκο παίρνεις πως ένας νόμος απαράβατος διαφεντεύει το σύμπαν ολόκληρο. Οι πρώην γυρίζουν στον τόπο του εγκλήματος μονάχα μόλις μυριστούν νέα σχέση. Ούτε λεπτό νωρίτερα.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη