Θα σου διηγηθώ ένα παραμύθι κι έπειτα θέλω να ξεχάσεις πως αποκύημα της φαντασίας μου απλώς υπήρξε. Ξέρεις, οι δράκοι που φωτιές εκτοξεύουν απ’ το στόμα, οι γοργόνες που με κίνηση ματ αποχωρίζονται τα λέπια τους κι οι ζητιάνοι που εν μια νυκτί στρογγυλοκάθονται σε θρόνους υπάρχουν πράγματι αν κάποτε στη φωτιά έντονα τους συλλογιστείς.

Κι εγώ ποιος άλλος θα μπορούσα, άραγε, να είμαι παρά ο παρεξηγημένος κατεργαράκος των παιδικών σου χρόνων. Το μυαλό σου στροφάρει τώρα με ταχύτητα κι ο Πινόκιο το παράθυρο του ξύλινου εξοχικού σου ξαναχτυπά. Ο παππούς κι η γιαγιά κηρύγματα ολόκληρα σου έκαναν κάποτε για εμένα. Για τρανό παλιόπαιδο με παρουσίαζαν και –για να δείξω και μια στοιχειώδη ειλικρίνεια– την αγιογραφία μου παλικάρια δε σφάζονται στην ποδιά μου να κυκλοφορήσουν στα βιβλιοπωλεία.

Ψέματα με το τσουβάλι κακό συνήθειο το είχα να αραδιάζω, μα η μύτη μου η καταραμένη μεγάλωνε και με το χειρότερο τρόπο με πρόδιδε. Για ελάττωμα τεράστιο την λογάριαζα τότε, για την αχίλλειο πτέρνα του προσώπου μου, για ξόρκι μάγισσας σκοτεινής που τα θύματά μου πείσμα το είχε βάλει να προστατεύει. Τώρα, βέβαια, γνωρίζω. Η μύτη που μεγάλωνε με τη συνείδησή μου ισοδυναμούσε, με τις ενοχές που ακόμη τρυπούσαν την καρδιά.

«Όταν χάνεις την ψυχή σου και το ξέρεις, τότε έχεις ακόμη λίγη ψυχή για να χάσεις», είπε κάποτε ο αγαπημένος μου συγγραφέας, κύριος Μπουκόφσκι. Τον γούσταρα με χίλια τον τύπο καθώς –σε αντίθεση με την αφεντιά μου– κότσια διέθετε κάμποσα και το αμερικάνικο όνειρο που σφιχταγκαλιασμένο βάδιζε με την υποκρισία αποδομούσε ανελέητα γράφοντας. Ωστόσο, η αφέλεια του τον βασάνιζε. Ο κόσμος, βλέπεις, λατρεύει το ψέμα κι υποσυνείδητα το απαιτεί κιόλας. Αυτό καταλάβαινα όσο ψήλωνα.

Η μύτη μου σταμάτησε, τελικά, να πετάγεται κι η ξέφρενη πορεία μου στα αστέρια της ουτοπίας εμπόδια δεν έμοιαζε πια να συναντά. Κατά συνθήκη ψέματα –να διευκρινίσω– όλοι κατά καιρούς ξεστομίζουμε. Η Μαρία η κολλητή σου τσίμπησε δέκα κιλά το τελευταίο τρίμηνο και σου φόρεσε το κολάν το κίτρινο κι εφαρμοστό ρωτώντας σε με νάζι αν την κολακεύει. Θέλει και σκέψη; Βεβαίως την κολακεύει. Κι όχι μόνο την κολακεύει, μα την απογειώνει και στο πάνθεον των θεοτήτων του Ολύμπου την εκτοξεύει.

Ύστερα, το αφεντικό στη δουλειά σου, ύψιστο στριμάδι γεννήθηκε μα απατεωνιά δε θεωρείται να κρατήσεις την ορθή σου κρίση για την πάρτη σου κι ενδεχομένως να τον τρατάρεις και μια τσίχλα με γεύση αγριοφράουλα, προκειμένου να σε πάρει με το καλό το μάτι. Έπειτα, ο σύντροφός σου γυρεύει τη γνώμη σου για το πρώτο φαγητό που με τα χεράκια του ετοίμασε. Η κοιλιά σου σε ρυθμούς τσάρλεστον χορεύει και κρυφά τα πλησιέστερα νοσοκομεία για πλύση στομάχου τσεκάρεις με το κινητό. Το γεύμα, ωστόσο, υπήρξε αναμφισβήτητα λουκούλλειο, αριστοτεχνικό, πεντανόστιμο, σχεδόν επαγγελματικό.

Αντιλαμβάνεσαι, λοιπόν, πως σε μικρούς Πινόκιο όλοι μεταμορφωνόμαστε κατά καιρούς σαν ελάχιστη ασπίδα προστασίας από ένα παράλογο σύμπαν που απαιτεί ειλικρίνεια ενώ καταπίνει αμάσητες μονάχα φιλοφρονήσεις. Το πρόβλημα τίθεται όταν κάποιος βυθίζεται στον ωκεανό των φαντασιώσεών του, όταν αδυνατεί πια να διαχωρίσει τα όρια ανάμεσα στο ρεαλισμό και το μύθο, όταν τους δράκους επικαλείται χωρίς προφανές όφελος.

Τα ψέματα –και στο λέω από προσωπική εμπειρία– βαφτίζονται τότε δεύτερη φύση του ατόμου. Τα μεταχειρίζεται άμετρα για να επιβιώσει, για να πείσει, για να αντέξει την καθημερινότητα, για να λάβει το πιο ζεστό χειροκρότημα του πλήθους. Στην ουσία τον εαυτό του παλεύει ο φουκαράς να ξεγελάσει και τη γιγαντιαία ανασφάλειά του να χαλιναγωγήσει. Ενδεχομένως ως παιδί βίωσε την πικρή εμπειρία ενός απαιτητικού και επικριτικού οικογενειακού περιβάλλοντος, νιώθοντας πως η επιβίωσή του συνδέεται άρρηκτα με την επινόηση απ’ τη μεριά του ενός τόσο ιδανικού όσο και κούφιου προφίλ.

Η ζωή μου, φίλε, μια απάτη, μια πρόσκαιρη ικανοποίηση απ’ τη χειραγώγηση του θύματος, ένα κάστρο στην άμμο που κυνηγητό παίζει με το κύμα. Τα ψέματα βέβαια –σοφά το έθεσε ο λαός– κοντά ποδάρια έχουν καθώς στο φως του ηλίου οι σκευωρίες αποκαλύπτονται. Φίλοι προσπάθησαν να με σώσουν, άλλοι με όπλο τους την ωμή ειλικρίνεια και κάποιοι με διπλωματία και κατανόηση. Η πρώτη κατηγορία θα μπορούσε να λειτουργήσει αφυπνιστικά, προσγειώνοντάς με και φέρνοντάς με αντιμέτωπο με ό,τι έτρεμα: Την πραγματικότητα. Οι εκπρόσωποι της δεύτερης κατηγορίας με σκλάβωσαν με την αγάπη, τον μελιστάλαχτο λόγο και την αποδοχή, μα πολλή υπομονή σαν να έδειξαν και καταλλήλως εγώ την εκμεταλλεύτηκα.

Μόνος κατέληξα άπειρες φορές και την κοπέλα του διπλανού γραφείου με τα ξανθά μαλλιά και τα πράσινα μελαγχολικά μάτια οριστικά έχασα. Αρκετοί ισχυρίζονται πως όταν απολέσεις έναν μεγάλο έρωτα ο αντικαταστάτης παραμονεύει στη γωνία. Μπούρδες. Τα δυνατά συναισθήματα εκδικούνται τους δειλούς, αυτό να θυμάσαι.

Και τώρα εδώ στο γραφείο σου, σε τούτη την πολυθρόνα της ενδοσκόπησης, βαθιά το νιώθω πως η αλλαγή η ουσιαστική απαιτεί ξεβόλεμα. Απαιτεί να στεφθείς βασιλιάς και να στερηθείς απρόσμενα το στέμμα, να μείνει η άμαξα από βενζίνη στη μέση του πλέον πολυσύχναστου δρόμου, να διανύσεις διψασμένος την έρημο της απόγνωσης, να πνιγείς απ’ τα ίδια σου τα δάκρυα, ν’ αφουγκραστείς τη βαριά σου ανάσα και τα μετέωρα βήματά σου τρικλοποδιά γερή να σου βάλουν. Τότε το χαλί θα τραβήξεις απ’ τα πόδια σου και θα αντιληφτείς πως χωρίς την πατερίτσα του δεν γκρεμοτσακίζεσαι μα πετάς ελεύθερος.

Κάτι ακόμη. Μικροί Πινόκιο όλοι κατά καιρούς είμαστε. Είσαι εσύ που βάφτισες τις εξαρτήσεις σου εναλλακτικό τρόπο χαλάρωσης για ν’ αποφύγεις τη συνειδητοποίηση της σαφούς δυσλειτουργίας σου. Έπειτα, εκείνη η κοπέλα που αδιάντροπα ερωτοτροπεί με τους θαμώνες του μπαρ κι επιστρέφει αργότερα στη γνώριμη αγκαλιά ή ο τύπος που στους γονείς υπόδειγμα παρουσιάζεται, αλλά όταν την πόρτα του σπιτιού κλείνει τα τσούζει για τα καλά. Η μανούλα κι ο πατερούλης κομπάζουν για την οικογένεια την απαράμιλλη γιατί αν τα μάτια κάποτε δεχτούν να ανοίξουν τότε θα αναγκαστούν να δουν πίσω απ’ το ζεστό φαγητάκι και τα κολλαριστά ρούχα τον πόνο που σε παιδικά περιβόλια κάποτε φύτεψαν.

Τρέξε, λοιπόν, μαζί με το πλήθος. Όσο πιο γρήγορα μπορείς. Μετάθεσε την ευθύνη στο σύντροφο, σε γνωστούς κι αγνώστους, στο άτιμο το σύστημα, στην κακούργα την κοινωνία. Προς Θεού, μην ξεβολευτείς όμως. Συνέχισε με τις ίδιες παρέες, τα γνώριμα μονοπάτια, το οικείο σύστημα ξεφλουδίσματος φρούτων και το εύχρηστο ποιηματάκι δικαιολογιών.

Αυτή ήταν απλώς η ιστορία μου. Αν γενναίος σταθείς, προσεκτικά θα την ακούσεις αλλιώς τις ωτοασπίδες ουδέποτε θ’ αποχωριστείς και τη μια απ’ τις πέντε αισθήσεις σου στο βωμό της ευκολίας θα θυσιάσεις.

Είμαι ο Πινόκιο κι ίσως δεν είμαι ακόμη τελείως καλά όμως –τουλάχιστον– το γνωρίζω. Μακριά από ψευδαισθήσεις ουρλιάζει ο αυθεντικός εαυτός που φιμώσαμε και μας τιμωρεί παραδειγματικά μέχρι να τον απαλλάξουμε απ’ τα δεσμά. Αντίο.

Και μην ξεχνάς. Τα μεγαλύτερα ψέματα αντιστοιχούν αιωνίως σε εκείνα που ξεστομίζουμε στη μεγαλειότητά μας. Αύριο θα κόψω το κάπνισμα, θα σταματήσω τις απιστίες, θα θέσω όρια στους γύρω μου, θα παρατήσω τις απατεωνιές. Και το αύριο ποτέ δεν ξημερώνει όσο το σήμερα άθικτο μένει. Γιατί οι κακές συνήθειες αποτελούν απλώς το σύμπτωμα.

Την αιτία αναζήτησε.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη