Το έτρεμα το τέρας. Κι εσύ το ίδιο, εξάλλου. Όλοι μας λίγο-πολύ, νομίζω. Μεταξύ δειλών ειλικρίνεια κυρίως. Το κρύβουμε, λοιπόν, όσο καλύτερα μπορούμε. Στα οικογενειακά τραπέζια όπου με χάρη τους αβρούς μας τρόπους επιδεικνύουμε και στην ουσία αδιάφορα σφυρίζουμε, στους ρομαντικούς περιπάτους που με περίσσιο ιπποτισμό το σακάκι στο πρόσωπο προσφέρουμε ενώ μέσα μας τουρτουρίζουμε απ’ το κρύο.

Κι αν, άραγε, στεκόμασταν απέναντι ακριβώς απ’ τον καθρέφτη και τη μισοσκότεινη όψη μας αντικρίζαμε; Κάτι τέτοιο θα μας σκότωνε, το δίχως άλλο. Ή τουλάχιστον θα σκότωνε τη μοναδική ζωή που ποτέ βιώσαμε. Με τις ψευδαισθήσεις πόλεμο δεν κηρύσσεις εύκολα, όμως. Την αποδοχή γυρεύουμε, λαχανιασμένοι από πίσω της τρέχουμε κι αν τυχόν το θαύμα γίνει και την πιάσουμε, λίγη ακόμη, σαν κακομαθημένα παιδιά, απαιτούμε.

Οι γονείς φουσκώνουν από υπερηφάνεια για το καμάρι τους το θεοσεβούμενο, το μονογαμικό κι επιτυχημένο, το πειθαρχημένο κι αθλητικό ενώ κάπου, στα υπόγεια, ένας τύπος καπνίζει μανιωδώς, με τους φίλους τα τσούζει στην πρώτη ευκαιρία και με απιστίες την τρωτή του εικόνα λουστράρει. Μη σου ξεφύγει τίποτα, κακομοίρη μου. Μεταξύ μας αυστηρά. Υποσχέσου το.

Η Πεντάμορφη είχε κότσια, τελικά. Το αντιλαμβανόσουν καθώς μεγάλωνες. Στην αρχή πίστευες πως μια φουκαριάρα ήταν και του λόγου της, που η τύχη την πλάτη της γύρισε. Τον κόσμο τον τέλειο άφησε πίσω της, με τα αψεγάδιαστα μέτωπα, τα παγωμένα χαμόγελα στο στόμα και τις καμουφλαρισμένες σκοτούρες. Κι εγκλωβίστηκε έπειτα σε έναν πύργο, μυστηριώδη κι επικίνδυνο. Με τον καιρό, άρχισες βέβαια να το υποψιάζεσαι. Στο τέρας και στην Πεντάμορφη το ίδιο πρόσωπο συναντάμε.

Βλέπεις, είμαστε όλοι άγγελοι και διάβολοι μαζί, φύλακες της ηθικής κι υπερασπιστές της ακολασίας, ευσυνείδητοι κι εγκληματικά ανέμελοι, αφοσιωμένοι κι αναξιόπιστοι. Προχωρούμε, αφήνοντας πίσω μας μνήμες, φωτεινά μεσοδιαστήματα γενναιοδωρίας και κάποιες ρυτίδες απόγνωσης. Άγγελοι και διάβολοι, λοιπόν, ικανοί για το μεγαλειώδες και το πιο ποταπό, άξιοι αναβάτες θαυμαστών κορυφών και μίζεροι θαμώνες κακόφημων καταγωγίων.

Η Πεντάμορφη, τον εαυτό της αναζητούσε στο χιλιοδιαβασμένο παραμύθι, το παλιό κι αγαπημένο, το φανταστικό κι οδυνηρά ρεαλιστικό. Ξεκίνησε να συναντήσει την πλευρά της που βαθιά πληγώθηκε και σε χίλια κομμάτια έσπασε, τη σκιά της που σαν εφιάλτης την κατασκόπευε και στιγμές ευτυχίας νόθευε.

Κουράγιο κάμποσο μάζεψε και στα μάτια κοίταξε, επιτέλους, το απεχθές και γεμάτο χαρακιές θηρίο. Γοητευτικό, της φάνηκε για πρώτη φορά και περιέργως, χάρη ένιωσε πως ίσως και να του χρωστούσε. Στα τάρταρα της ψυχής της δωρεάν ξενάγηση της χάρισε, στις τρανές προδοσίες, στα δάκρυα και στον ανείπωτο πόνο με υλικά ατσαλένια την όπλισε. Ο θάνατος κι η γέννηση, το τέλος και η αρχή. Μοιραία ιστορία για αιώνες τώρα, Το τέρας βρυχιόταν, μα η κοπέλα απόφαση μοιραία έλαβε να το πλησιάσει. Τρυφερά με ανοιχτά χέρια κι άδολη καρδιά το υποδέχτηκε. Τότε –ποιος αλήθεια θα το πίστευε­­– το θηρίο μια σταλιά έγινε κι έπειτα σαν σκόνη στο άπειρο σύμπαν σκορπίστηκε. Στη θέση του ξεπρόβαλλε ένας πρίγκιπας καμαρωτός και φωτεινός. Η Πεντάμορφη καλά το γνώριζε πια. Μια μέρα αλλιώτικη ξημέρωνε, ενώ ο ήλιος με το φεγγάρι ειρήνη υπέγραψαν και τον ουρανό με γαλήνη στόλιζαν.

Από τότε, ο σωστός ήρωας παραμυθιού, που τον μύθο του συντηρεί, τους κοστουμαρισμένους τύπους, με τις σφιχτές γραβάτες και την επιτηδευμένη ευγένεια στη φωνή, συνήθεια απέκτησε να αποφεύγει. Για το δάσος τραβά, τους αυθεντικούς κι ωραίους τρελούς ανταμώνει, όσους με ελεύθερη ψυχή και παιδικό αυθορμητισμό τους συμβιβασμούς στην άκρη κάνουν και το καλαθάκι του καθωσπρεπισμού  με συνοπτικές διαδικασίες ξεφορτώνονται.

Κάποιες νύχτες, το τέρας στο σαλόνι του σπιτιού επιστρέφει. Κυρίως τις εποχές με καταιγίδα συμβαίνει αυτό, να θυμάσαι. Απ’ το θόρυβο των βροντών ξυπνά και στην παλιά του θέση γρήγορα βολεύεται, απέναντι ακριβώς απ’ το σκουριασμένο πιάνο. Τα πλήκτρα γρατζουνάει και με πρωτόγονες μελωδίες τα ντύνει. Η Πεντάμορφη δεν τρέμει. Τις νότες με προσοχή αφουγκράζεται και τους στίχους του τραγουδιού με σεβασμό μεταφράζει. Χορεύει τώρα στο σκοπό ενός κόσμου, οικείου όσο κι ανεξερεύνητου, που βαρείς χειμώνες κι αμέτρητα καλοκαίρια μας επιφυλάσσει.

Και ζήσαμε εμείς καλά κι εκείνοι καλύτερα. Ή, μάλλον, πιο αληθινά…

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη