Σ’ εκείνες τις κούνιες ακόμα σε θυμάμαι. Να σηκώνεσαι ψηλά. Να ονειρεύεσαι δυνατά. Χωρίς φόβο. Δίχως δεύτερες σκέψεις. Εσύ κι όλες οι κορυφές μονάχα. Θα σκαρφάλωνες για να τις αγγίξεις μία μία. Το ήξερες καλά αυτό. Η τουλάχιστον το ευχόσουν δυνατά. «Όταν μεγαλώσω τον κόσμο θα κατακτήσω», μου επαναλάμβανες συχνά-πυκνά. Σου χαμογελούσα. Σε πίστευα. Τις ίδιες βλέψεις μοιραζόμασταν εξάλλου.

Ενήλικες και συνεπώς παντοδύναμοι θα γινόμασταν κάποτε. Τόσα μας επιφύλασσε το μέλλον: Ξενύχτια που πακέτο δεν πάνε με την κατσάδα. Νυχτερινές βόλτες με το αυτοκίνητο. Ανοιχτό παράθυρο κι ο αέρας λάγνο χορό να στήνει με τα μαλλιά μας. Ελευθερία. Ταξίδια μακρινά. Ορίζοντες ανοιχτοί. Δουλειά συναρπαστική κι υψηλόμισθη. Καριέρα τρανή. Έρωτες μυθιστορηματικοί. Κι εμείς εκεί, στην κούρσα της ζωής βραβευμένοι οδηγοί.

Τα χρόνια πέρασαν. Αστραπιαία. Πάντοτε περνούν. Δεν ξέρω γιατί βιαζόμαστε τόσο να επισπεύσουμε τη διαδικασία, τελικά. Αποστολή εξετελέσθη, λοιπόν. Μεγαλώσαμε. Ανεξάρτητοι κι ώριμοι, απ’ τις κούνιες κατεβήκαμε. Απόφαση σοβαρή. Ενδεχομένως και μοιραία. Τους λογαριασμούς τρέχουμε τώρα να πληρώσουμε και στα εξαντλητικά ωράρια εργασίας ν’ ανταποκριθούμε.

Ποντάρουμε στις σχέσεις λες κι είναι μετοχές στο χρηματιστήριο. Τρεις σταγόνες ασφάλειας θα σου προσφέρω μα σε αντάλλαγμα γυρεύω συνοδό στις κοινωνικές υποχρεώσεις της χρονιάς. Τίμιες συμφωνίες. Μεταξύ ενηλίκων πάντα. Και τη μεγαλύτερη ασφυξία δε μας την προκαλούν οι υποχρεώσεις, το μηνιαίο ισοζύγιο εσόδων- εξόδων, η επαγγελματική αβεβαιότητα, οι συναισθηματικές ματαιώσεις, μα η πεισματική μας άρνηση να αποδεχτούμε πως η εποχή της αθωότητας μαντήλι έβγαλε απ’ την τσέπη και μας αποχαιρέτησε.

Νοσταλγούμε τ’ αυθόρμητα λόγια και γέλια, ακόμη και τ’ αβίαστα κλάματα. Λησμονούμε κυρίως μια εποχή όπου νιώθαμε περισσότερο και φιλτράραμε λιγότερο, που τρέχαμε για να κρυφτούμε πίσω από δέντρα κι όχι πίσω από μηχανισμούς άμυνας, που μια λιακάδα κι ένας καθαρός ουρανός την ευτυχία μας στην πιο ατόφια μορφή ζωγράφιζαν.  Κι έπειτα, οι αγκαλιές των γονιών. Προστατευτικές, τρυφερές. Οι οικείες φιγούρες της γιαγιάς και του παππού. Γλυκές, αξέχαστες. Από κακές μάγισσες μας έσωζαν και τη χρυσόσκονη του παραμυθιού συντηρούσαν.

Τους φίλους με ανοιχτές καρδιές υποδεχόμασταν. Βλέπεις, ακόμα δεν είχαμε γευτεί την προδοσία κι όταν κάποιος μας θύμωνε το στόμα ανοίγαμε και σταράτες εξηγήσεις ζητούσαμε. Χωρίς κατέβασμα μούτρων ή σιωπηλές παρεξηγήσεις ετών. Με ευθύτητα. Με τιμιότητα. Τους ανθρώπους θαρρετά πλησιάζαμε. «Θέλεις να παίξουμε;», ρωτούσαμε. Αν το επιθυμούσαν, ξέφρενο γλέντι στήναμε, αν όχι κατάκαρδα καθόλου δεν το παίρναμε. Τα κουβαδάκια μας απλώς μαζεύαμε και σε άλλη παραλία αράζαμε.

Τότε το μυστικό καλά κατείχαμε, εξάλλου. Υπάρχουν γύρω μας αμέτρητες παραλίες και τόσοι σέρφερ που γοητεύουν και γοητεύονται απ’ την αφεντιά μας. Μεγαλώνοντας τα μυστικό φαίνεται πως το ξεχάσαμε. Ακόμη κι όταν η παραλία έρημη έμεινε και τα νερά μολύνθηκαν, εμείς εκεί, σταθεροί και μίζεροι, σε ανύπαρκτα ύδατα παλεύαμε να σερφάρουμε. Απαιτεί, υποθέτω, ένα κάποιο θάρρος τα μπογαλάκια σου να σηκώσεις στους ώμους και σε άγνωστες θάλασσες να περιπλανηθείς.

Την άποψή μας ανοιχτά σπάνια την εκφράζουμε. Παλεύουμε να την καμουφλάρουμε πίσω από διπλωματικά τερτίπια, από φόβο μήπως και κακοκαρδίσουμε το αφεντικό, την παρέα ή τον σύντροφο. Εξάλλου, βαθιά μέσα μας το γνωρίζουμε. Όλοι μας ψηλώσαμε αρκετά, μα περισσότερες πληγές αποκτήσαμε. Τσιρότα βάλαμε κάμποσα πάνω τους, όμως αυτές ανοιχτές παραμένουν. Προχωράμε, λοιπόν, τραυματισμένοι κι ευάλωτοι, ελπίζοντας πως για μιαν ακόμη μέρα θα τη σκαπουλάρουμε, πως ο διευθυντής, η σχέση ή ο φίλος την πληγή μας δε θα ξύσουν.

Κι έτσι παίζουμε τους οικείους μας ρόλους: Του ιδανικού επαγγελματία, του άτυπου ψυχολόγου, του κατασταλαγμένου οικογενειάρχη, του επιλεκτικού εργένη. Αν κάποιος το κάστρο μας κλοτσήσει, αυτό στην άμμο μεμιάς θα σωριαστεί. Ο κόσμος μας τότε θα διαλυθεί κι οι κούνιες δε θα μας σώσουν. Όχι αυτήν τη φορά τουλάχιστον.

Τώρα χρειάζεται να ιδρώσουμε λίγο παραπάνω για να συναντήσουμε και πάλι το παιδί που έτρεχε ανέμελο, που έπεφτε και σηκωνόταν, που αγκάλιαζε κι έσπρωχνε, που μεγάλωσε μα δεν αλλοιώθηκε απ’ τον χρόνο. Κι έτσι κάποτε, ποιος αλήθεια το ξέρει, μπορεί τα μάγια να λυθούν κι οι κούνιες τ’ αστέρια να φτάσουν.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη