Το «φτύσιμο» δεν αποτελεί μια από εκείνες τις λόγιες λέξεις που θ’ άνοιγαν την ομιλία σου στην ακαδημαϊκή κοινότητα ούτε πάλι το λεξιλογικό σου υπερόπλο στην εκατοστή προσπάθεια να πείσεις το αφεντικό πως αξίζεις την πολυπόθητη προαγωγή.

Γενικότερα, τη συγκεκριμένη λέξη πολύ σικ δε θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις. Με λίγα λόγια δε θα τη δεις να φοριέται σε επιστημονικά συνέδρια, προπόσεις γάμων, παρακλήσεις για αύξηση μισθού ή άνοδο βαθμού.

Αν ήταν ρούχο, πιθανότατα θα έμοιαζε με κάτι φτηνό και πολυφορεμένο που όλοι έχουμε δοκιμάσει ή ακόμη κι αγοράσει σε περιόδους οικονομικής ανέχειας. Αν πάλι μεταμορφωνόταν σε φαγητό, θα το φανταζόσουν γρήγορο, πρόσκαιρα γευστικό, μα εξαιρετικά ανθυγιεινό, κάτι που προκαλεί μια παροδική έξαρση ηδονής στον ουρανίσκο και μια παρακαταθήκη λίπους στον σωματότυπο. Το «φτύσιμο», επίσης, σαν μελωδικό άσμα θα έβρισκε μια θέση του στην κατηγορία λαϊκό σουξέ, από εκείνα της ευρείας κατανάλωσης, που τραγουδάς μεθυσμένος το βράδυ και λησμονείς οριστικά το πρωί.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, αν ταξιδέψεις πίσω στον χρόνο θ’ αντικρίσεις τον εαυτό σου μικρό κι ανυποψίαστο να φτύνει ανταγωνιστές σε σχολικά προαύλια κι αυλές σπιτιών.

Το κρυφτό λοιπόν… Μια κλασική κι αθώα –εκ πρώτης όψεως– παιδική ψυχαγωγία έμελλε να στοιχειώσει τα χρόνια της ενηλικίωσης με φαντάσματα τυχοδιώκτες εραστές, αναποφάσιστες ερωμένες και διττά μηνύματα. Ο κανόνας απλός και χιλιοειπωμένος: Ψάχνεις κι όταν βρίσκεις, φτύνεις. Αν όμως, κακομοίρη μου, ο άλλος σε πάρει χαμπάρι, τότε σε φτύνει αυτός. Για να μη μακρυγορούμε, κερδίζει όποιος φτύσει πρώτος. Ο άλλος ηττάται κατά κράτος ή –για να τεθεί λιγάκι πιο κομψά– γεύεται τη χαρά της συμμετοχής και μόνο.

Κάπου εδώ αρχίζεις να αναρωτιέσαι: Αν οι ανθρώπινες σχέσεις λάμβαναν τη μορφή παιχνιδιού θα μπορούσαν άραγε να ονομαστούν «κρυφτό»; Η διαδικασία τα συμπεριλαμβάνει όλα εξάλλου: την παρθενική αγωνιά, αυτό το χτυποκάρδι να ψαχουλέψεις όνειρα κι ηδονικά πρώτα φιλιά, να ξετρυπώσεις τον εκλεκτό απ’ το μυστικό του κρησφύγετο, να τον ξεγυμνώσεις συναισθηματικά, ν’ αφαιρέσεις με χειρουργική ακρίβεια άμυνες και φοβίες χρόνων. Κι έπειτα τι όμως;

Λήψη δεύτερη: O εναλλακτικός σκηνοθέτης ρουφάει μια ακόμη γουλιά απ’ το ουίσκι του. Την τελευταία, ισχυρίζεται… Το αλκοόλ κυλάει στο αίμα κι ο κυνισμός στο πετσί του. Η κάμερα ζουμάρει τώρα στο ερωτευμένο ζευγάρι: Νέοι κι ωραίοι με τους συγγραφείς να υποκλίνονται στο ειδύλλιό τους και τις πιο θρυλικές πένες να τους υπόσχονται αθανασία. Το κρυφτό, όμως, μόλις αρχίζει.

Δύο πληγωμένοι εγωισμοί παλεύουν να φτάσουν πρώτοι στο δέντρο της αποδόμησης. Αν δεν τρέξουν, τότε ο αγαπημένος τους θα τους πιάσει, θα τους αφαιρέσει με συνοπτικές διαδικασίες τη μάσκα του άνετου κι εναλλακτικού, του πολυταξιδεμένου και τόσο αρεστού. Κι οι μάρκες θα μπουν όλες στο τραπέζι του τζόγου, τα αισθήματα θα αναμετρηθούν με τον υπέρτατο τρόμο μήπως τελικά απορριφθούν.

Ο σκηνοθέτης διστάζει. Μη νομίζεις, κατά βάθος διατηρεί τον ρομαντισμό του. Οι καλλιτέχνες παραμένουν αιωνίως αμετανόητοι ιδεαλιστές, έτσι δε λένε; Ανάβει ένα ακόμη τσιγάρο. Αναρωτιέται… Γιατί οι σχέσεις να καταλήγουν ένα παιχνίδι στρατηγικής και γιατί οι σκακιέρες να καταβροχθίζουν πιόνια; Για την αδρεναλίνη ενδεχομένως, για την έξαψη μιας χαραμάδας του χρόνου που ένιωσες πως κρατάς σφιχτά στην αγκαλιά σου αυτόν που ουδέποτε υπήρξε.

Τρεις σταγόνες φτυσίματος, δύο ψεκασμοί ακριβού αρώματος, αισθησιακά εσώρουχα βιτρίνας, ύφος μοιραίου τύπου και μοιάζεις έτοιμος. Έτοιμος να σφίξεις τα δεσμά σου πιο δυνατά, ν’ αποκλείσεις το ρίσκο και να εξασφαλίσεις το γόητρο.

Έχει άραγε όρια το φτύσιμο; Μπορείς περιχαρής να δηλώσεις στην κάμερα του ναρκισσισμού πως έβαλες στην κατσαρόλα την απαιτούμενη ποσότητα, την ανακάτεψες με ζάχαρη κι αλεύρι, το μείγμα επιτέλους φούσκωσε και, συνεπώς, πέτυχε; Μήπως τελικά το φτύσιμο φουσκώνει μονάχα ψεύτικες υπερηφάνειες και ξεφουσκώνει ιστορίες με προοπτικές;

Ο σκηνοθέτης σε κοιτά μουδιασμένος. Επιθυμείς στ’ αλήθεια αυτήν τη λήψη, μοιάζει να σε ρωτά. Και σε παρακαλά για μια φορά να μην τρέξεις, να σταθείς ακίνητος στη δίνη των παθών σου, να παγώσεις τον χρόνο στη μοιραία λήψη που οι μάσκες καταρρέουν, τα βλέμματα διασταυρώνονται, ν’ αφαιρέσεις περισσότερους δισταγμούς και λιγότερα ρούχα, να πληγωθείς, να θυσιάσεις τον ανασφαλή σου εαυτό που τρέμει προκειμένου να ξαναγεννηθείς φωτεινός κι ατόφιος.

Μα πια φτάνεις στο δέντρο. Θα προλάβεις να φτύσεις πριν σε φτύσουν; Τι έχει άραγε περισσότερη σημασία για εσένα; Να κερδίσεις ή να ζήσεις;

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη