Ας ξεκινήσουμε με κάτι κοινότυπο: Όλα τα ζευγάρια μαλώνουν –κι αυτό είναι κάτι που όλοι ξέρουμε. Όλοι περνάνε εντάσεις και τσακωμούς. Ακόμη και το κολλητάρι σου που το ταίρι του είναι το καλύτερο του κόσμου κι υποτίθεται πως δε διαφωνούν ποτέ. Ακόμη κι ο φίλος σου που απλά δε θέλει να μοιραστεί τους καβγάδες του.

Δε γίνεται να συζητάς, να περνάς με κάποιον στιγμές κι εμπειρίες, να μοιράζεσαι την καθημερινότητα και να μη διαφωνήσεις μία στις τόσες, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Οι άνθρωποι είμαστε όλοι μοναδικοί, με αλλιώτικες ιδέες κι απόψεις. Η διαφορά ανάμεσα στα ευτυχισμένα ζευγάρια και στα όχι και τόσο είναι η συζήτηση κι η επικοινωνία. Προφανώς και θα διαφωνήσεις, το θέμα είναι όμως τι θα κάνεις μετά. Θα βροντήξεις την πόρτα και θα φύγεις ή θα κάτσεις να τα βρεις με τον άλλον μέχρι να καταλήξετε σε μια κοινή αποδοχή; Θα προσπαθήσεις να διορθώσεις τα κακώς κείμενα ή απλά θα τα παρατήσεις;

Καλώς ή κακώς ο συμβιβασμός, ως ένα βαθμό, υπάρχει σε όλες τις σχέσεις. Αν δεν είσαι ευτυχισμένος, αν πιέζεσαι και χάνεις τον εαυτό σου, ναι, να ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις. Αλλά μην την κάνεις με το πρώτο ζόρι που θα παρουσιαστεί, γιατί απλά είναι πιο βολικό το να φεύγεις απ’ το να προσπαθείς.

Ούτε να φεύγεις μετά από κάθε καβγά και μετά να γυρνάς σαν βρεγμένο γατί. Δε γίνεται να χωρίζετε μετά από κάθε διαφωνία σας. Όλοι γνωρίζουμε κάποιον απ’ τον κύκλο μας που κάθε τρεις και λίγο μας ανακοινώνει το χωρισμό του, συχνά και με το ίδιο άτομο.

Ειδικά οι σχέσεις on-off  είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μη υγιών δεσμών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, βέβαια, ένας είναι αυτός που χωρίζει κάθε μήνα, παίρνει το καπελάκι του και φεύγει ενώ άλλος απλά τον δέχεται πίσω όταν γυρνάει μετανιωμένος.

Υπάρχει κι η πιθανότητα, όμως, ο άλλος να πει το «τέλος» και να το εννοεί, οριστικά κι αμετάκλητα. Κι αυτό δε θα συμβεί με την πρώτη στραβή, αλλά αφού έχει δώσει χρόνο, προσπάθεια κι ευκαιρίες. Κάποτε, ναι, καταντάει κουραστικό και ψυχοφθόρο όλο αυτό. Να μην ξέρεις αν αξίζει να δίνεις άλλο και να βρίσκεσαι σε μια κατάσταση μετέωρη κι ασταθή.

Να φεύγεις, λοιπόν, όταν αισθάνεσαι πως δεν έχεις πια λόγο για να μείνεις. Να φεύγεις από μία σχέση που δε σε κάνει να χαμογελάς. Πριν φύγεις, όμως, σκέψου καλά αν όντως αυτό είναι που θέλεις. Δούλεψε το μέσα σου και προσπάθησε να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς αυτόν τον άνθρωπο. Σκέψου πως αύριο δε θα τον δεις, πως δε θα σου στείλει καλημέρα, ούτε θα νοιαστεί για το πού είσαι και τι κάνεις, πως δε θα τον αγκαλιάσεις ξανά ούτε θα κοιμηθείτε μαζί άλλο βράδυ. Αν μπορείς να δεις τη ζωή σου έτσι, πόσο μάλλον αν αυτή η απουσία σε ανακουφίζει, φυσικά και να φύγεις. Αν θεωρείς πως θα είσαι καλύτερα μόνος σου, παρά με εκείνον στη ζωή σου, χίλιες φορές να το τελειώσεις.

Είναι λάθος, όμως, η λογική του «δε συμβιβάζομαι με τίποτα κι ό,τι δεν είναι ακριβώς όπως το θέλω, δε μου κάνει». Εξίσου λάθος κι οι σκέψεις του τύπου «τώρα φεύγω κι απειλώ με τέλη, αλλά εντάξει, κι αύριο μαζί θα είμαστε, δεν έγινε και τίποτα».  Το «χωρίζουμε» είναι πιο βαρύ απ’ όσο ακούγεται. Όταν το κάνουμε καραμέλα και το χρησιμοποιούμε κάθε τόσο, χάνει τη σημαντικότητά του.

Όσο δεδομένο κι αν θεωρούμε έναν άνθρωπο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πως μια μέρα μπορεί απλά να τον χάσουμε. Κι όσο κι αν θεωρούμε ελαφρά την καρδία πως δεν τρέχει και κάτι αν χάνουμε ανθρώπους απ’ τη ζωή μας, ίσως ο χρόνος μας κάνει να μετανιώσουμε για τις ευκαιρίες που δε δώσαμε.

Είναι πολύ βασικό ένας άνθρωπος να τα βρει με τον εαυτό του και να μπορεί να είναι καλά και μόνος του, πριν μπει στη διαδικασία μιας σχέσης. Στην εποχή της ευκολίας και των πολλών επιλογών θεωρούμε πως οι είσοδοι κι οι έξοδοι απ’ τη ζωή μας είναι κάτι ασήμαντο και πως όλοι είναι αντικαταστάσιμοι.  Μόνο αν υπάρχει γάμος ή αρραβώνας, θεωρούμε (ακόμα) κάπως πιο δύσκολη τη φυγή. Κανέναν, όμως, δεν τον κρατάει πίσω ένα χαρτί.

Κάποιος που είναι να φύγει, θα φύγει όπως και να ‘χει. Το θέμα είναι να το κάνει για τους σωστούς λόγους και στο σωστό χρόνο κι όχι με σύμβουλο τον εγωισμό.

 

Συντάκτης: Ζωή Χατζησαλάτα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη