«Όσο τους φτύνεις, τόσο κολλούν». Η πιο διαδεδομένη τεχνική του δυτικού πολιτισμού για την κατάκτηση, αντίληψη που μας κοινωνικοποίησε συναισθηματικά ή σε σχεσιακό επίπεδο και μας ωρίμασε, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της συναισθηματικής υπεροχής κι ας μην κατάφερε ποτέ να γίνει ολοκληρωτικά αληθής.

Η γνωστή μέθοδος «γραμματόσημο», που πρακτικά πρεσβεύει πως αν δε δείξουμε το 100% των συναισθημάτων μας στο έτερον ήμισυ, με ένα μαγικό τρόπο, εκείνο θα κολλήσει μαζί μας, θα κολακευτεί ίσως (ποιος ξέρει;) και θα έχουμε εν τέλει τα επιθυμητά αποτελέσματα, το πρόσωπο του ενδιαφέροντός μας δηλαδή στα πόδια μας.

Αυτό το τελευταίο, το «στα πόδια μας» ευθύνεται για τον παραλογισμό (σε όλο του το μεγαλείο) της κατά τ’ άλλα κοινής αυτής λογικής του φτύνω-κολλάει. Ειλικρινά, θέλεις να έχεις το αντικείμενο του πόθου σου στα πόδια σου; Γιατί; Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τους συνανθρώπους μας είναι ένας άμεσος αντικατοπτρισμός του πώς αισθανόμαστε για εμάς, οπότε ποια εσωτερική σου ανάγκη καλύπτει η απόφαση να έχεις το πάνω χέρι στον έρωτα και πόση ανασφάλεια νιώθεις ως άνθρωπος, ως αυτοτελής ύπαρξη ώστε η επιβεβαίωση μέσα απ’ αυτό τον τρόπο να σου είναι τόσο απαραίτητη;

Επιβεβαιώνει την ανασφάλειά σου μήπως το να θέλεις να δεις τον άλλο να τρέχει πίσω σου; Χρειάζεσαι όντως κάτι τέτοιο για να νιώσεις καλυμμένη προσωπικότητα; Η συγκεκριμένη μέθοδος είναι σαθρή. Αφενός δεν έχει αποτέλεσμα κι αφετέρου δε συνάδει με το ποιόν του αληθινού έρωτα. Πώς θα ήταν ποτέ δυνατό ο έρωτας του προσώπου που σε ενδιαφέρει, αυτή η έλξη, η αβίαστη κι ανεπανάληπτη που γεννιέται αυθόρμητα απ’ το πουθενά και μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή στο σκοτεινό άγνωστο, να προκληθεί ή έστω και να εξαρτηθεί απ’ το φτύσιμο το δικό σου;

Τότε δεν είναι έρωτας. Απλά το άλλο πρόσωπο ένιωσε τον εγωισμό του να θίγεται κι αντέδρασε. Διαισθάνθηκε τα κεκτημένα του (βλέπε εσένα) να χάνονται, να απομακρύνονται, να μην είναι και τόσο δεδομένα, τελικά, και θέλησε να τα επαναφέρει στην κατοχή του, να τα επαναδιεκδικήσει κι αυτή την εγωιστική του αντίδραση εσύ την αποκαλείς «κόλλησε».

Καταλαβαίνεις φαντάζομαι πως εδώ δε μιλάμε για γνήσιο έρωτα, μα για ένα παιχνίδι εγωισμού κι ισχύος, όπου όποιος κερδίσει, χάνει, καθώς ο εγωισμός, αυτός ο μεταδοτικός και θανατηφόρος για τη σχέση ιός, ζει παρασιτικά μέσα της, αντλώντας ευτυχισμένες στιγμές και καταχράζοντάς τις για πάρτη του, μόνος, μέχρι τη στιγμή που θα την αδειάσει από καθετί ποιοτικό!

Τι είδους επιθυμητό αποτέλεσμα είναι αυτό λοιπόν; Οθφαλμόν αντί οφθαλμού και στο τέλος ας τυφλωθούμε όλοι; Κάτι πάει λάθος. Πάντως, εκτός απ’ τη μηδενική αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου, πρέπει να ληφθεί υπόψη κι η ανηθικότητα που περικλείει. Η συνείδησή μου θα ένιωθε τρομερά ανήθικη αν γινόμουν προσωπικά η αιτία να προσβληθεί η αξία και το ποιόν του έρωτα, αν έστω κι άθελά μου τον εκφύλιζα σε εξάρτηση.

Όχι! Ο έρωτας δεν είναι εξάρτηση! Είναι συναίνεση, ελευθερία, καθημερινή συγκατάθεση. Το κρυφτούλι συναισθημάτων που παίζει ο ένας (ή κι οι δύο) σε μια σχέση, δημιουργεί μια προσκόλληση του άλλου προσώπου, μια συνεχή εγρήγορση, η οποία καταντά τόσο κουραστική, τόσο ψυχοφθόρα κι εξαντλητική, ώστε κυριολεκτικά εκφυλίζει το περιεχόμενο του έρωτα σε εξάρτηση.

Αναλογίσου, λοιπόν, τι σε κάνει να νιώθεις πιο πλήρης; Η σκέψη πως ξύπνησες κατώτερα ένστικτα ζήλιας, φόβου κι εγωισμού σε έναν άνθρωπο και γι’ αυτό εκείνος αντιδρά σαν παιδί που του άρπαξαν το παγωτό ή η επιλογή του να έχεις δίπλα σου –κι όχι πίσω σου– έναν ελεύθερο, αδάμαστο ενήλικα, μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, που επιλέγει, όχι υπό το φόβο-απειλή του να σε χάσει, αλλά με ελεύθερη βούληση να είναι μαζί σου, χωρίς την πίεση απ’ την έμμεση εκβιαστική συμπεριφορά σου;

Νομίζω πως το δεύτερο είναι αναμφισβήτητα πιο κολακευτικό. Δε θέλω ξωπίσω μου έναν σκλάβο, έναν εξαρτημένο από εμένα άνθρωπο που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εμένα. Όχι! Επιθυμώ δίπλα μου ένα ελεύθερο πνεύμα, με δικαίωμα ανεπηρέαστης επιλογής, που μπορεί, αλλά δε θέλει να είναι μακριά μου. Κάποιον που δε θα του επιβληθώ, που ναι, έχει τη δυνατότητα και την ελευθερία να φύγει όποτε γουστάρει, αλλά διαλέγει να μην το κάνει, συνειδητά, κι όχι επειδή φοβάται.

Ένας τέτοιος άνθρωπος, αυθεντικός και με δυναμικό μυαλό, ποτέ δε θα κολλούσε με την ευτελή μέθοδο του φτυσίματος. Αντιθέτως, με το φτύσιμο θα ξεγλιστρούσε ακόμη πιο εύκολα μέσα απ’ τα χέρια σου, πολύ πριν προλάβεις να αντιληφθείς την απουσία που θα άφηνε φεύγοντας. Αυτό τον κάνει και τόσο αξιοθαύμαστο∙ δεν τσιμπάει από συναισθηματικούς εκβιασμούς, δεν είναι μαζί σου από ανάγκη ή επειδή φοβάται τη μοναξιά και δε σου επιτρέπει να παίξεις με την πολύτιμη αξιοπρέπειά του. Μένει μαζί σου από καθαρή επιλογή και δε σε αντιμετωπίζει σαν λύση απελπισίας ή μοναξιάς. Σε θέλει, δεν έχει συμβιβαστεί και μαζί του η σχέση είναι μια υγιής, καθημερινή συναίνεση.

Η απόκρυψη των συναισθημάτων ίσως δημιουργήσει ένα μυστήριο, την έξαψη της μυστικοπάθειας κι ενδέχεται αρχικά να αντιμετωπιστεί ως ερεθιστικό. Όταν, ωστόσο, βρισκόμαστε σε μια σχέση (απόφαση για μια κοινή γραμμή πλεύσης, όπου κανένα πισωγύρισμα δεν έχει θέση) χρειαζόμαστε μεταξύ άλλων και την ασφάλεια. Η καθημερινή εγρήγορση, η επαγρύπνηση παραμένουν παραγωγικά μόνο ως αντίδοτα στη ρουτίνα, στο να μη λιμνάζει δηλαδή, να μη βαλτώνει η σχέση. Όταν εξυπηρετούν χειριστικούς σκοπούς απ’ τον ένα εμπλεκόμενο, τότε υπονομεύεται η αξιοπρέπεια του άλλου, η προσωπικότητά του κι ο αλληλοσεβασμός.

Όχι, λοιπόν, το κρυφτούλι συναισθημάτων δεν είναι διεγερτικός παράγοντας, ούτε καν επιτυχής τρόπος κατάκτησης του ετέρου ημίσεος. Δείχνει αδυναμία και διάθεση επιβολής. Η κάθε σχέση είναι ένας κήπος που περνά φάσεις άνοιξης ή χειμώνα. Η αδιάκοπη απόκρυψη των συναισθημάτων σπέρνει τον κήπο με αμφιβολία και τον ποτίζει με εγωισμό, ζήλια και συναισθηματικό εκβιασμό και προφανώς είναι αναπόφευκτο, τίποτα διαφορετικό να μην ανθίσει εκεί.

Συντάκτης: Σπυριδούλα Κακαβά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη