Συμβαίνει συχνά, να μην ταυτίζεται η φαντασία με την πραγματικότητα. Ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που μας δημιούργησαν τις πιο μεγάλες προσδοκίες, ενώ την ίδια στιγμή μας τις πήραν πίσω. Ήταν κάτι που έσκασε σαν πυροτέχνημα, αρχικά άγνωστο για σένα και τράβηξε το έντονο ενδιαφέρον σου. Μέρα με τη μέρα καταλάμβανε κι ένα μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής σου και χώρο απ’ τη σκέψη σου.

Η κάθε σου επιφύλαξη χανόταν και κατέρρεε. Φούσκωνε σαν ιδέα στο μυαλό σου κι έπαιρνε τη μορφή που τα μάτια σου ήθελαν να δουν. Όταν συνειδητοποίησες πως έπαιρνες όλο και μια μικρότερη δόση απ’ αυτά που είχες φανταστεί ότι θα σου δώσει.

Κι έμεινες ν’ αναρωτιέσαι τι στα κομμάτια φταίει. Εσύ που έπεσες με τα μούτρα σε μια κατάσταση που ένας Θεός ξέρει πόσο μεγάλη ανάγκη είχες να τη βιώσεις ή ο άλλος που δεν έχει μάθει προφανώς να τηρεί τις υποσχέσεις του; Ή για τον οποιοδήποτε λόγο ξεκίνησε να έχει μια υπέροχη συμπεριφορά προς το πρόσωπό σου και στην πορεία ανατράπηκε ό,τι κι αν σε έκανε να πιστέψεις για εκείνον;

Κι εξετάζεις τις εκδοχές τη μία μετά την άλλη. Σπαταλάς μερόνυχτα κοιτώντας το ταβάνι και βλέπεις τα σενάρια να διαφοροποιούνται μπροστά στα μάτια σου, ώσπου σταματάς να σκηνοθετείς όνειρα γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις να πραγματοποιηθούν. Το μόνο που καταφέρνεις βάζοντας τη φαντασία σου να τρέχει και δημιουργώντας ένα χαρακτήρα που δυνητικά αποτελεί τον κατάλληλο για σένα είναι να παραπλανείς την καρδιά και το μυαλό σου.

Να συγχέεις το λογικό με το παράλογο υιοθετώντας έτσι θεωρίες χωρίς υπόσταση. Και στο τέλος να προσγειώνεσαι απότομα. Να πέφτεις απ’ το ροζ συννεφάκι σου συνειδητοποιώντας πως δεν έχεις προνοήσει να πάρεις καν αερόστατο. Κι έτσι σπας τα μούτρα σου. Αναθεωρώντας για ακόμη μία φορά τα γεγονότα κι ερωτώμενος γιατί δεν πήρες τα κατάλληλα μέτρα να προστατεύσεις τον εαυτό σου. Πώς επέτρεψες σ’ ένα όραμα να κυριέψει τα θέλω σου. Γεμίζοντας την ψυχή σου με απογοήτευση και τον εαυτό σου με αμφιβολίες.

Και κάπου εδώ, δεν έχει καμία σημασία ο λόγος που συμπεριφέρθηκε έτσι απέναντι σου ή το πόσο πολύ σε ήθελε. Αν δείλιασε, αν φοβήθηκε, αν δε γούσταρε αρκετά τελικά ή μέχρι εκεί μπορεί. Το αποτέλεσμα είναι ένα. Φάνηκε ανάξιος να στηρίξει και το παραμικρό κίνητρο που θα σου έδινε ώθηση να μην αλλάξεις άποψη για εκείνον.

Λένε πως όποιος θέλει βρίσκει τρόπο κι όποιος όχι βρίσκει πρόφαση. Κι αν αυτές οι προφάσεις υπερβαίνουν την επιθυμία τότε δε μένει παρά μονάχα μία λύση. Να του δείξεις την έξοδο. Γιατί την είσοδο βρήκε τρόπο να τη βρει, αλλά η παραμονή στη ζωή σου κοστίζει. Και το αντίτιμο είναι ο βαθμός κατά τον οποίο στάθηκε άξιος να σε κερδίσει.

Κι έτσι γκρεμίζεις ένα-ένα τα κατά φαντασίαν προτερήματα που γεννήθηκαν απ’ το όμορφο μυαλουδάκι σου. Ερμηνεύεις όσο πιο λογικά μπορείς την κάθε μικρή απογοήτευση που παίρνεις από εκείνον καθημερινά. Παύεις πια να δικαιολογείς την κάθε του πράξη. Δεν υπάρχουν πια ελαφρυντικά. Μόνο αλήθειες που πονάνε. Λόγοι που ρίχνουν τον άλλο στα μάτια σου. Κι αρχίζει η καθοδική του πορεία. Μέρα με τη μέρα κατεβαίνει ένα σκαλοπάτι. Η ζυγαριά έχει αρχίσει να γέρνει πλέον στα μειονεκτήματα. Με ό,τι δύναμη σου απομένει προσπαθείς μέχρι τέλους να βρεις λογικές εξηγήσεις.

Πιάνεις τον εαυτό σου να έχει κουραστεί, μα δίνεις και μια τελευταία ευκαιρία μην τυχόν και τελευταία στιγμή το όνειρό σου πάρει μορφή κι αναπνεύσει. Είναι όμως πλέον αργά. Κάθε του πράξη έχει καθορίσει το αποτέλεσμα και δε μένει πια άλλη επιλογή απ’ το να καταλάβεις πως άδικα ελπίζεις σε κάτι στο οποίο δεν είχαν τεθεί τα σωστά θεμέλια απ’ την αρχή για να στηριχτεί. Και το παίρνεις απόφαση.

Ο μύθος που έπλασες μπορεί να επιβιώσει μόνο στη φαντασία σου. Όχι όμως στην πραγματικότητα. Γιατί εκεί είναι που απαιτείται καθημερινός αγώνας να πείσεις τον άλλο πως εννοείς αυτά που του λες. Πως οι θεωρίες δεν ευσταθούν μπροστά στις πράξεις. Δε χτίζεις μια πηγή στην έρημο που δεν εφοδιάζεις με νερό. Γιατί όταν ο διψασμένος κάνει τον κόπο να φτάσει ως εκεί και δεν του δώσεις να πιει τότε χάνει το νόημά της κι όλη η προσπάθεια.

Ό,τι σε αφήνει, το αφήνεις κι εσύ. Δεν έχει πια σημασία ο χρόνος που αφιέρωσες, ούτε το πόσο πολύ μπορεί να το ήθελες μέσα σου. Όσο περνάει ο καιρός χάνεις το ενδιαφέρον σου και μειώνεται κάθε διάθεση να προσπαθήσεις να κρατήσεις επαφή. Δε θες πια να τον διεκδικήσεις, δεν έχεις να κερδίσεις το παραμικρό πια. Δεν υπάρχουν στιγμές να ζήσεις μαζί του μόνο τα λόγια που ειπώθηκαν. Κι εξανεμίζονται σαν κομματάκια από σκισμένο χαρτί, γραμμένο με τις λέξεις αυτές. Κάθε μία και μία υπόσχεση κι ένας λόγος που αθετήθηκε.

Τον ευχαριστείς που σου χάρισε απλώς ένα όνειρο και προχωράς παρακάτω. Στην εξέλιξη και στην πορεία των πραγμάτων που αργότερα θα σου φέρουν κάποιον να στο υλοποιήσει.

Συντάκτης: Μαίρη Νταουξή
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου