Ένα παράξενο προαίσθημα, σαν οιωνός του ερχομού σου, το απότομο πιάσιμο του χεριού μου που με ένα τράβηγμα με έφερε στιγμιαία να κάθομαι δίπλα σου. Ο όχλος κι ο ανεπαρκής φωτισμός εμπόδιζαν την όραση και την ακοή μου να αντιληφθούν τα λεπτομερή χαρακτηριστικά σου. Αποκάλυπταν όμως τη λάμψη των ματιών και το χαμόγελό σου. Ο ενθουσιασμός εμπόδισε το φόβο του αγνώστου να βγει στην επιφάνεια.

Ο χρόνος σταμάτησε κι ήμασταν πια μόνο εγώ κι εσύ. Μου φόρεσες μια καμπύλη στα χείλη και χάθηκες πάλι μες στο πλήθος. Ακολούθησε μία ακόμα συνάντηση των βλεμμάτων μας κι έφερε το τέλος της βραδιάς εκείνης, που αποτέλεσε την αρχή πολλών όμορφων στιγμών στη ζωή και των δυο μας.

Δεν ξεχνιέται εκείνη η νύχτα. Δε διαλέξαμε το πότε. Ίσως και να συνωμότησαν πολλά ώσπου να βρεθούμε. Ποτέ δε θα μάθουμε. Ξέρουμε όμως ένα πράγμα, πως ο χρόνος επέλεξε για εμάς την κατάλληλη ή όχι (αλλά σίγουρα μοναδική) στιγμή. Όλα συνέβησαν ξαφνικά. Σχεδόν κατά λάθος. Και μετέτρεψες αυτό το «κατά λάθος» σε μια αυθόρμητη γνωριμία κι ένα συνειδητό μαζί. Μέχρι που σιγά-σιγά όλα άρχιζαν να καθορίζονται από σένα κι από μένα.

Δε με απασχολεί το πώς. Μου είναι αδιάφορος ο τρόπος που η μοίρα ή η τύχη σε έφερε κοντά μου. Θέλω όμως να σου ζητήσω να μείνεις. Για όλα όσα εμείς οι δύο μπορούμε να ζήσουμε βουτώντας την ευκαιρία μας απ’ τα μαλλιά. Θέλω να μείνεις επίτηδες. Να νιώσεις όσα ποτέ κανένας δε σε έκανε κοιτώντας με. Να γίνει επιλογή η επιθυμία να σου ανήκω.

Είναι πολλά που μπορεί να θες. Μια ζωή να ονειρευόσουν να πάρεις την υδρόγειο στα χέρια σου και να την φέρεις σβούρες μέχρι να κατακτήσεις την πιο ψηλή κορυφή. Όσο μακριά κι αν θες να φτάσεις, ίσως η πληρότητα να κρύβεται λίγο πιο χαμηλά, κάπου μαζί μου. Στα δικά μου ασφαλή καταφύγια. Σε δυο χέρια. Ακόμα και σε ένα βλέμμα. Το πιο γνώριμο για σένα κοίταγμα. Που όταν θα γυρνάς σπίτι δε θα χρειαστεί να πούμε πολλά. Θα επικοινωνούμε πριν καν ανοίξουμε το στόμα μας.

Μείνε μαζί μου γιατί δε θα μπορούσες να φανταστείς να ξυπνάς δίπλα σε άλλη φιγούρα, ούτε να χαραμίζεις τις στιγμές σου σε ξένα σώματα. Κι αν με αφήσεις για λίγο να ‘ναι γιατί δε φοβάσαι να με χάσεις. Γιατί δε θα συμβεί ποτέ αυτό. Κι αν με άκουγες θα μου έλεγες ποτέ να μη λέω ποτέ. Μα επιμένω γιατί ξέρω. Γιατί κι εσύ ξέρεις πώς είναι να ανήκεις ολοκληρωτικά σε κάτι και να εξαρτάσαι από αυτό. Όπως μια φυσική ανάγκη, η ίδια σου η αναπνοή. Χωρίς ενδοιασμούς, αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις.

Μείνε, γιατί εγώ δε θα σου ζητήσω ποτέ να γίνεις κάτι που δεν μπορείς να γίνεις, γιατί απλά θα αγαπώ αυτό που είσαι πριν καν προσπαθήσω να σε μάθω. Το αγαπώ ήδη. Οι εξηγήσεις είναι περιττές ανάμεσά μας. Τα σενάρια για εμάς θα περιλαμβάνουν ανέμελα χαμόγελα, συζητήσεις μέχρι πρωίας και λίγη γκρίνια. Πολλές από εκείνες τις εκφράσεις που δηλώνουν παράπονο για μια αγκαλιά ακόμη, από αυτές που κλειδώνουν μέχρι τα άκρα να μουδιάσουν. Μία αγάπη αθάνατη στο χρόνο, αληθινή. Με τα κάτω και τα πάνω της.

Να είσαι εδώ γιατί οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν και δεν τους αδικώ. Είναι που βιάζονται να βαφτίσουν αυτό που τους βολεύει ιδανικό γεννώντας προσδοκίες. Όμως εμείς όχι. Τόσο αβίαστα που ρέουν όλα όταν σε βλέπω και με βλέπεις. Είσαι σαν ένα είδος εσωτερικής πυξίδας που με ωθεί απαλά προς τον προορισμό μου. Στην ανακάλυψη όσων κουβαλούσα μα δεν αναγνώριζα ως δικά μου. Κι όλων όσων ανακάλυψα πως τελικά θέλω. Και που εσύ μου έδειξες τον τρόπο να τα κατακτώ. Χωρίς φόβο αλλά με θάρρος. Μείνε.

Για όλα εκείνα τα «σ’ αγαπώ» που πρόκειται να πούμε σε λιακάδες και μπόρες. Γιατί η ζωή έχει πραγματικό νόημα μόνο όταν την μοιράζεσαι. Κι όταν σου τελειώσουν οι άμυνες και το αντιληφθείς τότε θα μείνεις για τα καλά.

Και θα μετανιώσεις για όλες εκείνες τις φορές που μπορεί να σκέφτηκες να φύγεις. Όταν απλά συνειδητοποιήσεις πως η ζωή σου σού ανήκει, όπως κι εγώ. Σε ένα μέλλον χωρίς συμβιβασμούς και μετριότητες. Υποθετικές σκέψεις κι ευτυχία υπό προϋποθέσεις. Μαζί μου να μείνεις. Νοερά δε μου αρκεί, αφού είσαι ήδη εδώ!

Συντάκτης: Μαίρη Νταουξή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη