Πάλι αυτός ο εκνευριστικός ήχος. Γιατί οι άνθρωποι εφηύραν τα ξυπνητήρια; Και πώς γίνεται εσύ να έχεις βάλει 10 και να ξυπνάς πάλι στο τελευταίο; Πήγε 2 πάλι. Ωραία, το σπίτι θα παραμείνει χάλια για άλλη μια μέρα, δεν πειράζει, δεν είχες όρεξη ούτως ή άλλως.

Να φανταστώ θα ντυθείς  απ’ τον σωρό με τα πετάμενα στο πάτωμα ρούχα -για το περιβάλλον το κάνεις, όχι σπατάλες στο νερό και στην ενέργεια. Το ψυγείο είναι πάλι άδειο –think possitive–, έπρεπε να χάσεις μερικά κιλάκια ούτως η άλλως. «Και καφές σκέτος πάλι θαύματα κάνει», ξεχνιέσαι και λες φωναχτά, καθώς  βγάζεις το μπρίκι απ’ το συρτάρι. Κάτι τέτοιες ώρες δε θες να μπεις στο μπάνιο, η εικόνα στον καθρέφτη θα είναι πολύ σκληρή, τόσο που αν έπαιζες σε κάποιο reality θα έλεγε πάνω με κεφάλαια κόκκινα γράμματα censored.

Ένα τσιγάρο ίσως σε προετοιμάσει γι’ αυτήν τη σκληρή πραγματικότητα, λες αθόρυβα από μέσα σου καθώς περιμένεις καρτερικά τον καφέ, ο οποίος μάλλον έρχεται απευθείας από την Ονδούρα. Ανάβεις το τσιγάρο της αναμονής και στερεώνοντάς το στα χείλη, με ύφος μαγκιόρικο,  ψάχνεις ανάμεσα στο χάος το laptop. «Εύρηκα! Τι δουλειά έχει εδώ η πετσέτα της κουζίνας, Παναγία μου;».

Με το τσιγάρο στο στόμα, την πετσέτα στο χέρι και το laptop στο πόδι άγαρμπα ανοίγεις την οθόνη. Το spotify κλασικά ανοιχτό, πάλι πατάς κωδικό λάθος –γαμώ το caps lock–, άλλη μια. Bingo! Το τραγούδι αλλάζει κι έτσι αλλάζεις κι εσύ, ένας κόμπος στο στομάχι, μια νοσταλγία κάτι σου θυμίζει. Τώρα ακούς το τραγούδι με προσοχή. «Γιατί νιώθω έτσι;».

Ξαφνικά, σου έρχεται στο μυαλό εκείνη η τελευταία ήμερα που τον είδες. Του είχες πει την απόφασή σου και μετά από ένα τετράωρο προσπάθειας να αλλάξει κάτι, μπήκατε στο αμάξι με το αποτέλεσμα να έχει κριθεί απ’ τα αποδυτήρια.

«Τέλος, δηλαδή;», σου λέει, καθώς κλείνει την πόρτα. «Τέλος», λες κι εσύ ξέροντας πως αυτή είναι η σωστή απάντηση. Βάζει μπροστά, ανοίγει το ραδιόφωνο, πάει να αλλάξει τραγούδι. «Άσ’ το», παγώνετε λίγο κι οι δυο. «Κάθε φορά που το ακούω σε σκέφτομαι», ψελλίζεις με δυσκολία αφού πια κάθε προσπάθεια να μη βάλεις τα κλάματα αποδείχτηκε μάταιη.

«Μην κλαις, σε παρακαλώ. Τι θες να κάνω; Πες μου και θα το κάνω. Θες να τα σπάσω όλα; Να κάνω τον τρελό; Να έχεις να λες πως ήμουν άλλος ένας μαλάκας; Πες μου τι θες και θα το κάνω, φτάνει να μην κλαις». Κάτι ήταν κι αυτό, έστω μια τελευταία προσπάθεια να τσαλακώσετε τους εγωισμούς σας.

Εσύ να μην μπορείς να σταματήσεις κι εκείνος να προσπαθεί να σε πείσει να χαμογελάσεις. Σε παρακαλάει να μην κλαις κι ας ήταν πάντα πολύ περήφανος για παρακάλια. Δεν αντέχει να σε βλέπει έτσι, λέει -κι εσύ δεν αντέχεις να νιώθεις έτσι. Παίρνεις μια ανάσα, σταματάει στην άκρη με φλας, το τραγούδι παίζει ακόμα από πίσω, πράγμα που κάνει ακόμα πιο δύσκολο για σένα να σταματήσεις το παράπονο. Θέλει να ‘σαι ευτυχισμένη, να προσέχεις και κάπου εκεί κάθε μηχανισμός αυτοσυγκράτησής σου λυγίζει και σπάει, μαζί κι εσύ που ξεσπάς σε λυγμούς.

Επαναφορά στην πραγματικότητα. Καμένος καφές.

Σε δευτερόλεπτα επανέρχεσαι στο τώρα, πετάγεσαι τόσο απότομα, που οριακά δε ρίχνεις το λαπτοπ και τρέχεις μες στον πανικό με την πετσέτα στο χέρι σαν λάβαρο. Πάλι τον έκαψες, γαμώτο. Σκουπίζεις με τη νέα σου ανακάλυψη που από ό,τι φάνηκε αποδείχθηκε χρήσιμη κι αντιλαμβάνεσαι ότι κλαις -μάλλον όχι για τον αποτυχημένο καφέ.

Τότε –και για πολύ καιρό μετά την τελευταία σας συνάντηση– δεν μπορούσες να καταλάβεις γιατί πονούσε τόσο μια επιλογή σου. Πώς μια συνειδητή κι αληθινή απόφαση γίνεται να πληγώνει τόσο. Νοιαζόσουν, τον πονούσες, ήθελες την ευτυχία του, άλλα έρωτας δεν ήταν και το ξέρεις. Πετάς την πετσέτα στο νεροχύτη αρπάζεις βιαστικά ένα ακόμα τσιγάρο, σήμερα θα απαντήσεις στον εαυτό σου γιατί σε πείραξε τόσο η απουσία αυτού του ανθρώπου. Θα κάνεις αυτό που δεν τολμούσες να κάνεις εδώ και μήνες, θα ψάξεις μέσα σου για να σου λύσεις τις απορίες σου.

Πες το, μη φοβάσαι, δεν είναι κακό για πρώτη φορά στη ζωή σου κατάλαβες. «Σε θέλω, αλλά…», συμβαίνει κι αυτό. Βρέθηκες σ’ αυτή την πλευρά του νομίσματος, που παλιότερα, ως δέκτης, σε είχε τσακίσει.

Άλλη μια τζούρα. Μα εσύ δεν ήσουν που έλεγες πως δε γίνεται να βάζεις το «θέλω» και το «αλλά» σε μια πρόταση; Και τώρα όχι μόνο το λες, αλλά το νιώθεις και το πιστεύεις ουσιαστικά κι ολοκληρωτικά. Κι άλλη τζούρα.  Πες το, μη φοβάσαι, μεταξύ σας τα λέτε, εσύ κι ο εαυτός σου. Πήρες την απάντηση σε ένα ερώτημα που σε έκαιγε πολύ καιρό. Πώς γίνεται να έχεις έναν άνθρωπο που θα έκανε τα πάντα για σένα κι εσύ να μην μπορείς να νιώσεις;

Βλέποντάς τον εκεί, μέσα στο αμάξι, με το τραγούδι από πίσω να παίζει σαν σκηνή από ταινία, να θυσιάζει κάθε δικό του συναίσθημα με τόση ειλικρινή κι ανιδιοτελή αγάπη, νιώθεις σαν να κοιτάς τον ίδιο σου τον εαυτό, που ένα χρόνο πριν τον γκρέμισαν με ένα «Σ’ αγαπάω, αλλά…».

Τελευταία τζούρα. Τώρα πια το τραγούδι έχει αρχίσει να σε πνίγει. Κόλλησε ένα βάρος πάνω στο στέρνο σου κι έγινε ασήκωτο εκείνο το «αλλά» σου που σε καίει. Συμβαίνουν κι αυτά, τα συναισθήματα είναι τόσο δυνατά γιατί συνήθως είναι ανεξήγητα. Σχεδόν τα καταφέρατε.

Κατεβάζεις απότομα την οθόνη. Σβήνεις το τσιγάρο. Αυτό είναι το σήμα σου. Ήρθε η ώρα για έναν γύρο με την πραγματικότητα.

Συντάκτης: Νάγια Νικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη