Κάποια μέρη είναι γεννημένα για να τα αγαπάς και να σ’ αγαπούν κι αυτά με τον τρόπο τους. Να σε κάνουν να γελάς, να αναπολείς, να θυμάσαι εκείνες τις στιγμές που ήταν πιο αθώες ή κι όχι, τις στιγμές που ήταν πιο πολύ γεμάτες με αυθορμητισμό παρά με υπερανάλυση.

Το πρώτο φιλί, ο πρώτος έρωτας, το πρώτο ραντεβού, όλες οι πρώτες σου φορές χαραγμένες, ταγμένες για πάντα να βρίσκονται σε εκείνα τα μέρη κι ακόμα, μετά από χρόνια, ένα πέρασμα από αυτά αρκεί για να στα ξαναφέρει στη μνήμη.

Έτυχε να περάσεις μετά από λίγα χρόνια μπροστά απ’ το λύκειό σου κι ο δρόμος σε ‘φερε ή κι η συνήθεια στο παρκάκι ακριβώς δίπλα. Είπες να κάτσεις να κανείς ένα τσιγάρο στην υγεία του παλιού καιρού. Βάζεις τα ακουστικά σου, «τι να ακούγαμε τότε;», αναρωτιέσαι αθόρυβα. Για κάποιους ο καιρός που έφυγε είναι λίγος, σε εσένα φαίνεται αιώνας, σαν μια παλιά σκονισμένη ανάμνηση.

Σε αυτό το παγκάκι καθόσουν με τον πρώτο σου εφηβικό έρωτα και στο ίδιο ακριβώς σημείο, αυτός τελείωσε. Γελάς γιατί αυτή η ανάμνηση φέρνει πια μια γεύση γλυκιά κι ας σε πίκραινε παλιά. Το βλέμμα σου χάνεται, κοιτάς λίγο πιο κάτω. Πόσες κουβέντες κάνατε εκεί με την παρέα που τώρα πια δεν υπάρχει, αλλά ούτε αυτό σε νοιάζει. Ξέρεις ότι υπήρξε, πως τότε ήσασταν ο ένας για τον άλλον κι αυτό σου αρκεί.

Πόσες κοπάνες, ποσά κρυφά τσιγάρα έχουν σβηστεί σε αυτό το πεζοδρόμιο, ποσά μυστικά και ποσά παιδικά ψέματα έχουν ειπωθεί σε αυτό το παρκάκι! Τότε για σένα αυτό το παρκάκι ήταν ο κόσμος σου, το δεύτερο σπίτι σου, το μέρος που μπορούσες να είσαι αυτό που θες χωρίς περιορισμούς, χωρίς κάποιος να σου λέει πως είσαι αρκετά μικρός, αρκετά μεγάλος, πολύ άμαθος.

Ό,τι θέλαμε ήμασταν σε αυτό το στενό. Κανένα όνειρο δεν ήταν ακατόρθωτο, όλα μας τα σχέδια βάδιζαν σε ένα μακρινό μέλλον που δε μας ένοιαζε κιόλας αν δεν έρθει ποτέ. Είχαμε το «τώρα» κι αυτό μας έφτανε. Λες και δεν πέρασε μια μέρα από αυτό παρκάκι, λες κι ο χρόνος λυπήθηκε την ομορφιά των αναμνήσεων που κουβαλάει και το άφησε ανέπαφο.

Σβήνεις το τσιγάρο κι αποφασίζεις να περπατήσεις λίγο στην παλιά σου γειτονιά. Παίρνεις την ανηφόρα προς το πατρικό σου και κάθε κουβέντα, κάθε φωνή, κάθε τραγούδι περνάνε σαν φιλμάκι απ’ το μυαλό σου. Λίγο πιο κάτω το ψιλικατζίδικο δεν υπάρχει πια, μοιάζει εγκαταλελειμμένο, πόσα κρυφά πακέτα τσιγάρα είχες αγοράσει από εκεί; Και πόσα είχες ανάψει σαν κλέφτης σε καθεμία απ’ τις πιλοτές αυτής της ανηφόρας; Κάθε κομμάτι έχει και μια ανάμνηση. Όμορφες εποχές, τόσο όμορφες που τότε δεν τις εκτιμήσαμε όσο θα έπρεπε, δεν τις χαρήκαμε όπως τους άξιζε.

Ένα αμάξι σου κορνάρει κι αναγκάζεσαι να έρθεις ξανά στο παρόν. Τώρα θυμήθηκες το αγαπημένο σου τραγούδι σε όλη σου την εφηβεία και το ψάχνεις βιαστικά σαν να βιάζεσαι να θυμηθείς, σαν να μη θες να ξεχάσεις. Η μουσική μπαίνει και σε ξαναγυρνάει στο παρελθόν. Μα αυτήν τη φορά σε πάει πιο πίσω, τόσο πίσω που κι εσύ ξαφνιάζεσαι με τον εαυτό σου που θυμάσαι κάτι τέτοιο.

Πρέπει να ήσουν πέμπτη δημοτικού και για πρώτη φορά χιόνιζε στην πόλη σου μετά από πολλά χρονιά, τόσα που πολύ πιθανόν να μην είχες γεννηθεί τότε. Ο μπαμπάς σου σε είχε βγάλει για χιονοπόλεμο, τόσο ζωντανή η στιγμή που γεμίζεις χαρά κι ενθουσιασμό. Πολύ το αγαπούσες το χιόνι και το αγαπάς ακόμα. Κάθε χειμώνα ξεροστάλιαζες στο παράθυρο και περίμενες να δεις καμιά νιφάδα. Σαν να σε βλέπεις τώρα να τρέχεις φωνάζοντας από χαρά και να βουτάς μέσα στο χιόνι. Πόσο όμορφο, πόσο αθώο συναίσθημα;

Οι αναμνήσεις χιλιάδες και κάθε πιθανό ερέθισμα, ακόμα κι ένα απλό γάβγισμα, είναι αρκετό για να σου φέρει στο μυαλό μια παλιά σκηνή, που ενώ πίστευες πως το μυαλό σου είχε διαγράψει, έτσι απλά βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια.

Χαμογελάς κι επιστρέφεις στο παρόν, πάντα θα υπάρχει αυτό το παρκάκι κι εκείνη η ανηφόρα να σου θυμίζουν πως τα παλιά σου λημέρια θα μείνουν για πάντα ανεξίτηλα στη μνήμη σου.

Συντάκτης: Νάγια Νικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη