Εγώ εδώ κι εσύ εκεί, ποτέ μαζί! Δική σου προτεραιότητα η δουλειά και δική μου εσύ. Χάσμα γενεών το μεταξύ μας, δύσκολη η επικοινωνία, ανταπόκριση χελώνας.

Δε ξέρω αν πρέπει πλέον να ζηλεύω τη δουλεία σου, δεν ξέρω αν πρέπει να θυμώσω, να φωνάξω και να εκφράσω όλα αυτά τα «σ’ αγαπώ» που στερήθηκα για να προσμένω την ιδανική στιγμή. Πόσα βράδια έλιωσαν όλα αυτά τα κεριά στο ατμοσφαιρικό σαλόνι, να περιμένουν την παρουσία σου να γεμίσει το χώρο; Πόσες φορές ντύθηκα, στολίστηκα και με λαχτάρα περίμενα να χτυπήσει το κουδούνι κι αντί αυτού ερχόταν ένα ξερό μήνυμα στο κινητό «sorry, μωρό μου, προέκυψε δουλεία, θα σε πάρω». Έμεινα εκεί να κοιτώ για ώρες το τηλέφωνο, ανέκφραστη, βουβή, ένα κενό.

Μέρες τριγύρναγα σαν φάντασμα και προσπαθούσα να καταλάβω την αιτία. Ήξερα, γνώριζα ότι ήσουν εκεί εγκλωβισμένος στο χώρο της δουλειάς σου. Σε απαιτητικά ωράρια, πέρα απ’ τα συνηθισμένα. Αναρωτιόμουν αν υπήρχα στις σκέψεις σου, αν ένιωθες. Κάθε φορά ξανά ζούσα τις τελευταίες μας στιγμές, σαν μια αγαπημένη ταινία. Ήθελα να απομονωθώ, να κλειστώ στο δικό μου χώρο και να αφεθώ στις στιγμές που ζήσαμε.

Έψαχνα τα σημάδια της δικής σου απουσίας, υπήρχε εξήγηση και δεν ήταν εμφανής. Σε κάποιο σημείο θα ήταν η αλήθεια που δεν ήμασταν μαζί. Θα την έβρισκα και θα τη μεταμόρφωνα στο ωραιότερο παραμύθι που έχει ζήσει άνθρωπος. Το δικό μας παραμύθι δίχως τέλος. Δεν υπήρχε τέλος, ήσουν εσύ ο ιδανικός κι ο χρόνος είχε μείνει εδώ σε σένα!

Σε συναντούσα και το έδαφος έτρεμε κάτω απ’ τα πόδια μου. Αργούσα πάντα να καταλάβω πως δεν ήταν το έδαφος, αλλά το ίδιο μου το κορμί. Ήταν το ρίγος που μου προκαλούσες όταν σε έβλεπα, σε αντίκριζα. Τότε κατακλυζόμουν από άπειρες ερωτήσεις, δεν τολμούσα, όμως, να ξεστομίσω λέξη. Ήθελα να σε νιώσω, να σε κλείσω μέσα μου και να το σφραγίσω σε εκείνη την στιγμή που μου δινόσουν. Ήμουν σίγουρη ότι έτσι θα το άλλαζα. Θα άλλαζα τις συνήθειές μας, θα έμενες εδώ και θα γεφυρώναμε την απόσταση της επικοινωνίας μας.

Είχα δοθεί ολοκληρωτικά, δίχως γυρισμό. Ο έρωτάς σου, το πιο γλυκό μεθύσι. Μια εξάρτηση που δεν ήθελα να σταματήσω. Δεν ήθελα να καταλάβω πως η δική σου θέληση είχε όρια. Όρια που εσύ είχες ορίσει για τον δικό σου εαυτό. Δεν μπορούσες να κάνεις την υπέρβαση. Δεν μπορούσες να νιώσεις τα ίδια συναισθήματα που ένιωθα εγώ για σένα. Η δική σου η αγάπη ήταν «τόσο όσο», που έλεγες πάντα.

Με σκεπτόσουν, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό να ρυθμίσεις τις δικές σου υποχρεώσεις και να βρεις χρόνο για να με συναντήσεις. Περιόρισες την αγάπη μας, την τοποθέτησες σε ένα κουτάκι που όποτε ήθελες το άνοιγες κι όποτε ήθελες το έκλεινες. Ήμουν πάντα εκεί να προσμένω ένα δικό σου μήνυμα, ένα χάδι για να ζήσω απ’ τα ψίχουλά σου την επόμενη στιγμή. Προσδοκούσα λίγη σημασία, είχα αρκεστεί στα λίγα γιατί φοβόμουν να διεκδικήσω τα πολλά.

Με αυτά τα λιγοστά, έχτιζα ελπίδες κι ονειρευόμουν το αύριο που ολοένα αργούσε να έρθει. Οι ώρες, οι μέρες δεν είχαν ρυθμό, δεν είχαν ζωντάνια κι ομορφιά. Ήταν όλα ασπρόμαυρα, ανέκφραστα και ψυχρά. Η προσμονή, η σκέψη ήταν η ίδια μου η ζωή. Τίποτα δεν ήταν αρκετό, ένα δικό σου σημάδι με πλημμύριζε χαρά και μου έδινε κουράγιο για να ξεκινήσω απ’ την αρχή αυτό που λέγεται «διεκδίκηση».

Η πίστη, η επίμονη κι η θέληση συντελούσαν να μην τα παρατήσω. Προσπαθούσα με νύχια και με δόντια να αντέξω για να ζήσω μία ακόμη στιγμή μαζί σου. Ακόμα κι αυτή η στιγμ  κυλούσε γρήγορα και πάντα αναζητούσα την επόμενη. Εξαρτημένη απ’ την παρουσία σου, το δικό μου ναρκωτικό που δυσκολευόμουν να αντισταθώ.

Κάθε φορά υπήρχε μια δικαιολογία, ένα έκτακτο επαγγελματικό ραντεβού, ένα πρόβλημα που προέκυψε κι η ζωή σου μετατρεπόταν σαν την τελευταία προτεραιότητα. Ο προσωπικός σου χώρος σε φιλοξενούσε λίγες ώρες την ημέρα για να φύγεις και να χαθείς στα επαγγελματικά σου καθήκοντα. Τίποτα δε θύμιζε εσένα, όλα γύρω σου είχαν μεταλλαχθεί σε μια ατελείωτη εργασία ρουτίνας. Πίστευα ότι όλα θα άλλαζαν, πως θα σου ομόρφαινα τη ζωή και θα καταλάβαινες πως η ακατάπαυστη δουλειά δεν είναι η θεμελιώδης λίθος της ζωής μας.

Ειλικρινά το πάλεψα, δεν ήθελα να αντιδράσω. Σεβάστηκα αυτό που λέγεται «ψωμί» κι είναι δικό σου. Με τόσο κόπο και ζήλο κατάφερες όλα αυτά στη ζωή σου και δεν ήθελα να ανταγωνιστώ αυτό που σε τρέφει. Δεν ήθελα να κατευθύνω τον θυμό μου σε αυτό που αγαπούσες κι ήταν πάνω από εμένα.

Δεν ήταν η δουλειά σου, δεν ήσουν εσύ, αλλά η θέλησή σου. Εκεί είναι η αιτία που χρόνια αναζητούσα να κατανοήσω. Δεν ήθελα να δω ξεκάθαρα, ήθελα να εθελοτυφλώ. Να πιστεύω σε όλες αυτές τις δικαιολογίες που κάθε φορά μου αράδιαζες. Ήταν το «παραμύθι» που ήθελα να ζήσω και το έζησα. Τώρα ξέρω, γνωρίζω τη διαφορά και την αλήθεια.

Η γυμνή αλήθεια πάντα πονάει, δεν είναι αποδεκτή. Θέλει κι αυτή τον χρόνο της για να καταλαγιάσει, να βγει ο πόνος να ξεσπάσει και μετά να μείνεις ήρεμος και ψύχραιμος. Να αδειάσεις, για να κοιτάς τα κομμάτια που άφησες πίσω. Να γίνει η ανασυγκρότηση του εαυτού σου, να μαζέψεις την ελαχίστη αξιοπρέπεια που σου έχει μείνει και με βαριά καρδιά να κλείσεις το κεφάλαιο.

Έμεινα εδώ, να κάθομαι και να κοιτώ τη διαδρομή που έκανα. Παγερή, με άδειες σκέψεις, ζω, επιβιώνω και θα συνεχίσω να χτίζω δυνάμεις για να επουλώσω τις πληγές μου. Πιστεύω στο αύριο, αλλά όχι πλέον σε εμάς.

Σε φιλώ, σε αφήνω να προσέχεις.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη