Σίγουρα έχεις ζήσει, κάποια στιγμή της ζωής σου, ένα διαχωρισμό, είτε από μια συμπεριφορά, είτε απ’ τα ρούχα που φοράς, είτε από οτιδήποτε βρίσκεται στο δικό σου περιβάλλον. Οι άνθρωποι πάντα φτιάχνουν κατηγορίες, ξεχωρίζουν κι απομονώνουν, κάτι που χωρίς συγκεκριμένη αιτία σε κάνει να νιώθεις άβολα. Στη συνέχεια το ανακαλύπτεις, όταν βέβαια όλο αυτό σε έχει προβληματίσει σε αρκετό μεγάλο βαθμό. Τις περισσότερες φορές το αντιμετωπίζεις, όταν έχεις αποδεχτεί τον εαυτό σου και δεν έχεις λόγο να αμφιβάλλεις.

Πώς θα ένιωθες, όμως, αν βίωνες αυτό το είδος του διαχωρισμού στο οικογενειακό σου περιβάλλον; Διαφέρει, αν αυτό συμβαίνει σε φιλικό ή επαγγελματικό ή ακόμα και σε συναισθηματικό επίπεδο. Ναι, σαφώς κι υπάρχει διαφορά, γιατί έχεις την επιλογή να φύγεις και να μην ασχοληθείς ξανά. Στην οικογένεια, όμως, δεν είναι το ίδιο κι όταν μάλιστα είσαι σε αρκετά νεαρή ηλικία, είσαι εξαρτημένος από πολλές απόψεις. Αυτό ενέχει τον εξής κίνδυνο, να τρέφεις μέσα σου μια ελπίδα για την ώρα και τη στιγμή που θα απομακρυνθείς. Κάτι σαν απελευθέρωση.

Δεν είναι κοντινή αυτή η επιθυμία, αλλά είναι κάτι που το καλλιεργείς μέσα σου με ένα κράμα θυμού, λύπησης κι απωθημένου. Θες να φύγεις μακριά, γιατί νιώθεις ότι εκείνοι δε σου έδωσαν την προσοχή εκείνη για να χτίσεις ελπίδες για το μέλλον. Ελπίζεις πως φεύγοντας θα συναντήσεις ανθρώπους που θα γίνουν εκείνοι η οικογένεια που στερήθηκες ή που απλά δεν ήταν το στήριγμα που επιθυμούσες.

Θα είναι αγκάθι στην καρδιά όλο αυτό το παράπονο που θα νιώθεις. Γιατί πάντα θα θυμάσαι τον πατέρα σου να έχει αδυναμία σε σένα και τη μητέρα να αντιδρά κάθε φορά. Μια μάχη χωρίς τελειωμό, με τη μάνα σου να υπερασπίζεται πάντα τον αδελφό σου και τον πατέρα σου να παίρνει το μέρος σου -ή κι αντίστροφα. Είναι οι στιγμές που χάνονται κι αναρωτιέσαι κάθε φορά την αιτία. Αναζητάς το λόγο που οι γονείς με δυο παιδιά έχουν μοιράσει την αγάπη τους στα δυο. Ένα σωστό στρατόπεδο!

Μεγαλώνεις με προβληματισμούς και βλέπεις πως άθελά σου γίνεσαι μέρος ενός πολέμου, που δεν επέλεξες ποτέ να μπεις στο πεδίο μάχης. Κρατάς όσο μπορείς παθητική στάση και προσπαθείς να δώσεις αγάπη, γιατί αναγνωρίζεις πόσο λάθος είναι όλο αυτό. Δεν ξέρεις, ίσως και να μην μπορείς, να εξηγήσεις τι συμβαίνει στον αδελφό σου.

Ίσως πάλι, αν κατάφερναν να σου μεταφέρουν τα εγωιστικά τους κίνητρα οι γονείς σου, κατά βάθος να το απολάμβανες, αλλά ευτυχώς δεν το πέτυχαν και δεν μπορείς να κλείσεις τα μάτια στον εγκληματικό χειρισμό τους. Προσπαθείς να σώσεις την κατάσταση, να γεφυρώσεις τη σχέση σου με τον αδελφό σου, να συμφιλιωθείς, να του δώσεις να καταλάβει πως είσαστε πιόνια ενός εγωισμού -ή μάλλον δύο εγωισμών.

Δεν είναι εύκολο όλο αυτό, ειδικά όταν ο ένας απ’ τους δύο βρίσκεται στη φάση της εφηβείας κι εκεί που νιώθει όλα γύρω του να καταρρέουν καθώς διαρκώς αλλάζουν, να μην μπορεί να βρει ισορροπία ούτε στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον.

Άλλες φορές πάλι, αυτή η διάκριση των γονέων κι ο διαχωρισμός τους σε στρατόπεδα ίσως να ΄χει να κάνει και με οικονομικά συμφέροντα. Ίσως ο «ισχυρός», εκείνος που φέρνει τα μεγαλύτερα έσοδα στο σπίτι να ‘χει αδυναμία σε ένα παιδί του και να τα δίνει όλα, συναισθηματικά μα κι υλικά, μόνο σε αυτό και στερεί ευκαιρίες απ’ τα υπόλοιπα παιδιά του. Τέχνες, δραστηριότητες και σπουδές χορηγούνται μόνο για τον έναν, την αδυναμία του οικονομικά ισχυρού.

Αυτόματα, αυτός ο διαχωρισμός γεννά την εμμονική αδυναμία της άλλης πλευράς στα υπόλοιπα παιδιά, που χρειάζεται να προσπαθήσουν πολύ ή και να συνειδητοποιήσουν πως ποτέ δε θα απολαύσουν αυτά που φαίνονται αυτονόητα για ένα άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας. Κι όλη αυτή η άνιση μάχη συχνά θα γεννήσει συναισθήματα θυμού κι ανταγωνισμού ανάμεσα στα αδέρφια, που δεν επέλεξαν μα βρέθηκαν μέρος ενός τόσο επικίνδυνου παιχνιδιού. Διαχωρισμένο βασίλειο, ο δυνατός κι ο αδύναμος και παράλληλα αυτοί που επέλεξαν για στρατό τους.

Κι όσο κι αν τα παιδιά, ειδικά αυτό που βρίσκεται κάτω στη ζυγαριά, προσπαθεί να γεφυρώσει τη διαφορά και να επαναφέρει τις ισορροπίες, συχνά δεν πετυχαίνει τίποτα. Δεν αλλάζει η κατάσταση, απλά περιμένει να μεγαλώσει για να φεύγει. Το πιο θλιβερό, όμως, είναι ότι και τα δυο αδέρφια φεύγουν με απωθημένα. Το μεν γιατί θυμάται τον ισχυρό να του λέει συνέχεια «όχι» και μια ανεξήγητη κόντρα και το δε να έχει τα πάντα στα πόδια του, χωρίς συχνά να είναι αυτά που επιθυμεί και χωρίς ποτέ να προσπαθεί γι’ αυτά.

Η σχέση μεταξύ τους κάπως δηλητηριασμένη, δύσκολη, «από μακριά και αγαπημένοι», όπως συνηθίζουν να λένε. Αδέρφια με τυπικές πλέον σχέσεις, απωθημένα που ουρλιάζουν πάνω τους και τόσα ανείπωτα πνιγμένα σε παράπονα και θυμό. Μια αγάπη μοιρασμένη και γονείς που προσποιούνται ότι όλα είναι καλά.

Τα πάντα στα δυο, εσύ του μπαμπά κι ο άλλος της μαμάς. Ένα κενό, ένα χάος. Αυτά ήταν τα παιδικά τους χρόνια, μια διαρκής πάλι. Ένας αγώνας, να αποδείξουν τι και σε ποιον; Τελικά νίκησε το κακό, δεν υπάρχει το δέσιμο μεταξύ τους, υπάρχει μια πικρή γεύση στη θύμησή τους.

Μεγάλωσαν κι έμειναν εκεί στο χρόνο να θυμούνται πως ο διαχωρισμός ήταν τελικά ένα παιχνίδι εξουσίας των μεγάλων, χωρίς κανένα νόημα. Δε γυρίζει το χτες στο σήμερα ούτε τα χρόνια της αθωότητας επιστρέφουν. Ο εφιάλτης πέρασε. Ας γίνει μάθημα στα παιδιά, για τις δικές τους οικογένειες, για το δικό τους αύριο. Καλύτερο απ’ το χθες.

 

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη