Σταμάτα να χτυπάς τα κουδούνια ξημερώματα! Τι ζητάς και τι ψάχνεις από μια κατάσταση που δεν έχει μέλλον; Έτσι δεν έλεγες κάθε φορά; Καθόσουν στην άκρη του καναπέ και με μπλαζέ ύφος έριχνες αλάτι στην πληγή. Εκείνον τον καναπέ, τον είχες κάνει κτήμα σου. Ακόμα κι αυτός σου είχε παραδοθεί. Δε στο έχω πει ποτέ, αλλά τον μισώ κι είμαι αναγκασμένη να τον αντικρίζω κάθε μέρα.

Νομίζεις πως είναι εύκολο να βλέπω εικόνες της ύπαρξής σου στο δικό μου καταφύγιο; Να είσαι παντού σε αυτόν τον δικό μου χώρο, που δε χωράνε «πρέπει» και «μη». Εδώ που η ψυχή μου είναι γυμνή να ξεσπάει, εσύ παρέμεινες και το έκανες δικό σου. Βεβήλωσες το δικό μου άντρο, το οχυρό μου το καταφύγιό μου, το σπίτι μου.

Δηλαδή, εσύ άφησες τα τελεσίδικα σου λόγια κι εξαφανίστηκες. Γιατί, όμως, δε μάζεψες και το φάντασμά σου, που στοιχειώνει το χώρο μου; Όπου κι αν κοιτάξω, όπου κι αν στραφώ, βλέπω την εικόνα σου σε χιλιάδες παραστάσεις.  Σε βλέπω τη μία να μου χαμογελάς και να δίνεις υποσχέσεις που δεν κράτησες. Την άλλη να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά και να μου λες πόσο όμορφα μυρίζω. Κι άλλη μία, να με φιλάς και να κυλιόμαστε στο πάτωμα σαν έφηβοι.

Να γελάμε, από χαρά και να παίζουμε κυνηγητό σαν παιδιά. Με βλέπω να σου πετάω το μαξιλάρι και να μου λες ότι χειροδίκησα κι αυτό έχει ποινή. Να παίρνεις το σοβαρό σου ύφος και να μου λες ότι θα με πονέσεις ερωτικά! Τι όμορφη ποινή, θέλω κι άλλες τέτοιες τιμωρίες. Δεν αντιδρούσα, πέταγα κι άλλα μαξιλάρια και συνέχιζα να γελάω μαζί σου.

Ήσουν έρωτας, χωρίς εξήγηση και λογική. Χείμαρρος τα συναισθήματα και τα φιλιά κι ήθελα τόσο πολύ να πνιγώ. Δεν ήθελα να ξέρω ποια είναι η σωτηρία και το φάρμακο γι’ αυτό. Ήθελα απλά να αφεθώ και να χαθώ.

Μόνη πλέον, σε ένα σπίτι γεμάτο φιγούρες, ξορκίζω το κακό. Κάθε μέρα διώχνω και μια ανάμνηση. Κάθε μέρα ένα στοιχείο του χτες εμφανίζεται για να μου θυμίσει κάτι από σένα∙ ο καναπές, τα μαξιλάρια, η κουζίνα, τα πάντα εδώ μέσα. Ακόμα κι αυτά τα άψυχα αντικείμενα, σε λάτρεψαν! Πνίγομαι, παλεύω με όλο μου το είναι, να το απομακρύνω. Να το δω με άλλη οπτική, να ηρεμήσω και να γαληνεύσω για να συνεχίσω τη διαδρομή μου χωρίς εσένα.

Φίλοι και παρέες προτείνουν εξόδους διασκέδασης. Αρνητική σε όλα. Πώς είναι δυνατόν να σε αποχωριστώ, όταν με λαχτάρα προσμένω να επιστρέψω στο χώρο μου για να σε αντικρίσω. Είναι η πιο όμορφη παρέα αυτός ο καναπές κι αυτό το μαξιλάρι. Μου μιλάνε για σένα και ξέρεις τους ακούω με μεγάλη προσοχή.

Δεν ξέρω ειλικρινά αν θέλω ακόμα να το εγκαταλείψω αυτό το όνειρο. Δεν ξέρω αν θέλω λίγο ακόμα να το ζήσω, μέσα από αυτές τις δικές μου φανταστικές στιγμές. Ίσως να θέλω να δώσω ένα άλλο τέλος στη δική μας ιστορία. Μπορεί να υπάρχει και να μην το βλέπω.

Κάθε φορά φέρνω τα λόγια σου στο μυαλό μου. Αυτά που ξεστόμισες για τελευταία φορά. Αυτά που χαράχτηκαν, όχι τόσο στο μυαλό, αλλά εκεί στο κέντρο, στην καρδιά. Τότε που ξέχασες να πεις ότι ήσουν σε μια καινούργια σχέση.

Το έκλεισα, το σφράγισα, το τελείωσα, το άφησα πίσω μου.

Αλλά, πες μου τώρα, το κουδούνι μου τι σου φταίει; Τι το χτυπάς τα ξημερώματα; Δεν ήταν όμορφα που δεν κουδούνιζε για μέρες; Που έπαψε να ακούγεται αυτός ο συνεχόμενος ήχος. Αυτός ο βιαστικός, ο ανυπόμονος, που μαρτυρούσε ότι ήσουν εσύ. Απ’ το χτύπημα και μόνο καταλάβαινα τη δική σου παρουσία. Κι αυτή η χαρά κάθε φορά, θα την ισοπεδώσω κι αυτή κι όλα τα όμορφα που μου χάρισες.

Να σου πω ένα μυστικό; Θα κάνω ευχέλαιο στο μυαλό μου να ξορκίσω το κακό. Θα εξαφανίσω αυτά τα φαντάσματα που τριγυρνάνε ανενόχλητα στο χώρο μου, στο καταφύγιό μου. Σε αυτό που με τόσο θράσος ήθελες να το κατακτήσεις και να το κάνεις δικό σου.

Κι αυτό το κουδούνι θα το ξηλώσω. Ξέρεις είναι πολύ απλό κι εύκολο. Με το κατσαβίδι δίνεις μια-δυο στο κέντρο, όπως ακριβώς ήταν και τα δικά σου χτυπήματα μέσα μου. Έτσι θα το κάνω, θα το πληγώσω, να μην ξαναχτυπήσει πια. Να μην ξέρω ότι θα ξανάρθεις. Να μην προσδοκώ, ενδόμυχα, ότι αυτό το βράδυ θα αισθανθώ την παρουσία σου να ικετεύει για μια στιγμή.

Έπειτα, έχω να διευθετήσω κι αυτή τη διαρρύθμιση στο καταφύγιό μου. Τους συνένοχούς σου, να τους αλλάξω, να τους εξορύξω κι αυτούς στη μητέρα μου, στην αδερφή μου, στους δικούς μου ανθρώπους. Οπουδήποτε αλλού, που δε θα με κοιτάνε χαιρέκακα ότι μάταια προσπαθώ να σε ξεπεράσω.

Θα το αλλάξω το σκηνικό! Στο υπόσχομαι, θα το καταφέρω. Κι όταν σίγουρη θα απολαμβάνω τη γαλήνη στο νέο μου άντρο, τότε θα σου πω γι’ αυτή τη νέα αύρα. Τότε θα μπορώ ελεύθερα να ξεσπάσω και να κλάψω δυνατά. Τότε, που θα σε συστήνω στο νέο μου περιβάλλον.

Εκεί, θα κοιτάω κρυφά απ’ τις κουρτίνες, να σε δω να χτυπάς το κουδούνι που δεν έχει ήχο. Εκεί, θα δημιουργώ τις νέες ναυαγισμένες μου ελπίδες. Αυτές, που θα υπάρχουν, όσο θα υπάρχεις κι εσύ μέσα μου..

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη