Το pillowfights γιορτάζει τα δύο χρόνια λειτουργίας του και τoυς επερχόμενους μαξιλαροπόλεμους στις 2 Απρίλη σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Λονδίνο, με ένα εορταστικό reunion!
Παλιοί κι αγαπημένοι pillowfighters από την 1η ως την 15η Μαρτίου, επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος και μας χαρίζουν ένα ακόμη άρθρο.

Καλώς μας ξανάρθατε και καλώς σας ξαναδεχτήκαμε!

Γράφει η Έλενα Κουτσοπούλου.

«Μαμά όταν μεγαλώσω θα γίνω ζωγράφος και θα έχω σπίτι δίπλα στη θάλασσα για να ταϊζουμε τα ψάρια.»

«Μη φωνάζεις Αλίκη μου, ενοχλείς.»

Το κοριτσάκι με τα ίσια μακριά μαλλιά, πιασμένα σε δύο κοτσιδάκια, δεν είχε αντιληφθεί ότι το μισό λεωφορείο την κοιτούσε απορρημένο την ώρα που αποφάσισε να μοιραστεί λίγο πιο δυνατά από το συνηθισμένο, τα σχέδιά της με τη μαμά της. Την κοίταξα μέσα στα μάτια λίγα δευτερόλεπτα πριν κατέβω στην στάση και μου θύμισε εμένα αρκετά χρόνια πριν, όταν μπορούσα ακόμα να ονειρευτώ, όταν αντί να σκύβω το κεφάλι και να λέω «θα δούμε», δε φοβόμουν να φωνάξω δυνατά σαν και αυτήν.

Λίγα χρόνια πριν ο κόσμος δε θα την κοιτούσε με αυτήν την ειρωνεία στο βλέμμα, σαν να της έλεγε «Καλά, έλα να μας τα πεις αυτά σε 5-10 χρόνια που το οικόπεδο στη θάλασσα θα σου το φάει η εφορία». Θα γελούσαν μαζί της ως συνένοχοι στην ευτυχία της και όχι ως οιωνοί μιας επικείμενης απογοήτευσής της. Σε μια κοινωνία που έθαψε ό,τι καλό είχε στην επιφάνειά της για να μην της θυμίζει πως κάποτε ο τόπος αυτός έσφιζε από ζωή και ευημερία, ο καθένας από εμάς παλεύει να αυτοπροσδιοριστεί και να δημιουργήσει από το μηδέν μια καινούρια ταυτότητα που μέχρι πρότινος, δήλωνε αγνώστου πατρός.

Ο Ε.Ν.Φ.Ι.Α ήρθε και η ανθρωπιά έφυγε από την πίσω πόρτα, στα κλεφτά. Η Ελλάδα του 2016 αγνοεί ποιος είναι ο εθνικός της ποιητής, τι γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου και αν η Σπιναλόγκα είναι μαρτυρικός τόπος ή καλοκαιρινό θέρετρο αναψυχής αλλά παίρνει άριστα όταν πρόκειται για το τελευταίο Talk of the town, πόσα τατουάζ έχει το νούμερο 10 κάτω από την φανέλα και πώς συνδυάζονται οι over knee μπότες.

Και εκεί που κάνεις ζάπινγκ, ένα – ένα τα κανάλια, συνειδητοποιείς πως ονειρεύεσαι μια ζωή που μόνο οι ελίτ των προνομιούχων μπορεί να την έχει. Μια ζωή βούτυρο στο ψωμί του κάθε πικραμένου Έλληνα που αποτυπώνεται στις ουρές των πρακτορείων κάθε τόσο που ο μεγαλοεπιχειρηματίας αποφασίζει να δηλώσει επτά και οκτώ δήθεν συναπτά τζακ ποτ για να τινάξει την μπάνκα στον αέρα. Μεγαλώνει το νούμερο, μεγαλώνουν και οι προσδοκίες, αυξάνουν οι ουρές, αυξάνονται και τα κέρδη. Κληρώνει το δελτίο, τα καρπώνεται τα εκατομμύρια ο υπερτυχερός και η επόμενη μέρα βρίσκει την μέση ελληνική οικογένεια να θρηνεί για την μαύρη της την τύχη που δεν έπιασε την καλή.

Και αν αυτή η μικρή κουκίδα στον χάρτη υπήρξε κάποτε σημείο συνάντησης λαμπρών μυαλών και ιδεών, γενέτειρα επιτευγμάτων, μήτρα ηρώων και λίκνο πολιτισμού και δημοκρατίας σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο από μια Μήδεια, στην πιο σύγχρονη εκδοχή της. Ένας δολοφόνος ονείρων, ο Κεάδας του 21ου αιώνα και μια μάνα ενός λαού που ισχυρίζεται πως όλοι τον θαυμάζουν ενώ κατά βάθος του έχουν γυρίσει την πλάτη και τον άφησαν να χρωστάει και της Μιχαλούς. Γέροι που δεν χάρηκαν ποτέ τους κόπους τόσων ετών, νέοι που σαπίζουν στα θρανία ετοιμόρροπων σχολείων και βιώνουν έναν δεύτερο ξεριζωμό στο πετσί τους. Άνθρωποι που κάποτε τους έταξαν τόσα πολλά και τους έδωσαν τόσο λίγα. Τους άφησαν να ζουν μέσα στη φούσκα και όταν αυτή έσκασε, δε βρέθηκε κανείς εκεί να περιποιηθεί τις γρατζουνιές τους. Δημιουργοί μιας Ελλάδας πτωχής από κάθε άποψη, με Έλληνες πλούσιους στο μυαλό και τα γούστα. Μια Ελλάδα ακάλυπτη επιταγή με ημερομηνία λήξης.

Κάπου στο 426ο πλακάκι πριν την σχολή μου, σταμάτησα απότομα και θυμήθηκα ξανά το κοριτσάκι. Είχε κι εκείνο κοτσιδάκια, το βλέμμα του ήταν το ίδιο ζεστό και η φωνή του ακόμα πιο δυνατή. Μόνο που δεν την έλεγαν Αλίκη, την έλεγαν Έλενα κι είχε ονειρευτεί και αυτή κάποτε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα, μια αυλή και ένα τεράστιο μακρόστενο τραπέζι στο κέντρο της. Να γεμίζει από παιδικές φωνές και αγαπημένα πρόσωπα τις Κυριακές, τις γιορτές και τις αργίες. Να είναι στρωμένο με αγάπη, χαμόγελο και ένα καρό τραπεζομάντηλο. Να φέρνει αυτή τα φαγητά και στη διαδρομή να τους κρυφοκοιτάει όλους και να γεμίζει τα πνευμόνια της από ευτυχία. Όνειρα που αυτοσφαγιάστηκαν από φόβο μήπως δεν εκπληρωθούν ποτέ και τους επέτρεψε να κάνουν σουλάτσο μόνο στον ύπνο της. Όνειρα που τα είχε θαμμένα σε ντουλάπες με ναφθαλίνη, μέχρι που της τα θύμισε η μικρή Αλίκη. Όνειρα που αποφάσισε από το επόμενο κιόλας βήμα να κάνει πραγματικότητα. Κόντρα σε κάθε στατιστικό αποτυχίας, κόντρα σε όλες τις Σκύλες και τις Χάρυβδες της εποχής, κόντρα ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό.

«Θα τα καταφέρω;» αναρωτήθηκε.

«Αν δεν προσπαθήσεις, δεν θα το μάθεις ποτέ.», της φώναξε η μικρή Έλενα που την μεγάλωσαν πρόωρα οι συνθήκες.

Επιμέλεια Κειμένου Έλενας Κουτσοπούλου: Κατερίνα Κεχαγιά.

Διάβασε εδώ όλα τ’ άρθρα της Έλενας στην προσωπική της στήλη στο pillowfights.