Τον Φεβρουάριο τον αγαπάμε στο pillowfights γιατί είναι ο μήνας που γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας. Και τα γενέθλια θέλουν κέφι και φίλους για να τα ευχαριστηθείς. Φίλους νέους, αλλά και διαχρονικούς κι αγαπημένους.
Έτσι κι εμείς ζητήσαμε από πρώην αρθρογράφους μας (once a pillowfighter, always a pillowfighter, μην ξεχνιόμαστε!) να μας χαρίσουν από ένα guest άρθρο, εδώ στο reunion μας!
Από σήμερα 1/2/18 ως και τις 15 του μήνα, καθημερινά θα δημοσιεύουμε τις νέες ιστορίες των παλιών μας φίλων.
Χρόνια πολλά fighters!

Γράφει ο Χάρης Παυλίδης.

 

Ένα λένε είναι το γραμμένο του καθένα. Πολλές οι διαδρομές σου, μα ο δρόμος ένας. Ένας δρόμος στενός. Μόλις που φτάνει για να τον περπατήσεις. Γεμάτος στροφές, λακκούβες και λασπόνερα. Κι αν κάποτε σε έβγαλε σε κάποιο ξέφωτο, ακολούθησε ανηφόρα διαρκείας.

Σηκώνεις το κεφάλι σου και κοιτάς τους δρόμους των άλλων. Ζηλεύεις. Όχι, δεν είναι ζήλια αυτό. Αγανάκτηση είναι. Απορείς. Ο δικός σου χειρότερος κι από μονοπάτι πεζοπορίας και των άλλων δρόμος πολυτελείας. Γεμάτος φώτα και προβολείς, ενώ εσύ αναζητάς το φως του φεγγαριού για να συνεχίσεις.

Όμως ελπίζεις. Ελπίζεις ότι στην επόμενη στροφή θα βγεις απ’ αυτόν τον χωματόδρομο, που έμπλεξες δίχως να το συνειδητοποιήσεις. Προσμένεις κι ο δικός σου χωματόδρομος να γίνει δρόμος ταχείας κυκλοφορίας. Ελπίζεις τα πόδια σου να σταματήσουν να ματώνουν απ’ τα χαλίκια. Ελπίζεις…

Ελπίδα, μια έννοια τόσο αόριστη μα συνάμα τόσο ορισμένη. Λέξη μικρή με νόημα τεράστιο. Βασικά ακαθόριστο. Δεν είναι έννοια που μπορείς να περιορίσεις σε καλούπια λέξεων και χαρακτηρισμών.

Ίσως κρύβει μέσα της τη σημασία όλης της ανθρώπινης ύπαρξης. Ίσως να είναι η αίτια ύπαρξης όλου του κόσμου. Ίσως πάλι να είναι ένα καλοφτιαγμένο δημιούργημα του μυαλού μας, για να σταθούμε όρθιοι, όταν όλα γύρω καταρρέουν. Όταν όλοι μας σπρώχνουν στον πάτο με όλη τους τη δύναμη.

Σίγουρα το έχεις νιώσει κι εσύ αυτό το συναίσθημα. Ξέρεις, ότι ο αγώνας έχει χαθεί. Πολλές φορές πριν ακόμα βγεις στον αγωνιστικό χώρο. Οι λεγόμενοι χαμένοι αγώνες απ’ τα αποδυτήρια. Αυτοί είναι που πονάνε και περισσότερο. Πώς να παλέψεις όταν το αποτέλεσμα είναι καταδικασμένο; Πώς να πολεμήσεις τον άλλον σου εαυτό, που σου ψιθυρίζει να τα παρατήσεις; Να δώσεις σε όλα μια και να γυρίσεις στη ζεστασιά των αποδυτηρίων σου. Όμως, αλήθεια, έχεις δει να γίνεται κάποιος ήρωας παραμένοντας στη ζώνη ασφαλείας του;

Έτσι κι εσύ αποφάσισες να γίνεις για λίγο ήρωας. Ο δικός σου ή των άλλων; Μικρή σημασία έχει, όταν αυτοί, οι δικοί σου άλλοι, το αξίζουν. Αποφάσισες να βάλεις σε σίγαση εκείνον τον άλλον εαυτό σου. Τον δειλό που με την πρώτη ευκαιρία σου θύμιζε ότι έχεις και την άλλη επιλογή, της παραίτησης. Αλλά αλήθεια είναι δειλός, όταν κάποιος παραιτείται από κάτι προτετελεσμένο; Όταν συνειδητά αποφασίζει να κρατήσει δυνάμεις για τα επόμενα που έρχονται; Δεν ξέρω…

Το μόνο που ξέρω είναι ότι κανείς μας δε γεννήθηκε δυνατός και θαρραλέος. Αναγκάστηκε να γίνει ή καλύτερα τον ανάγκασαν οι συνθήκες, η ζωή, το σύμπαν, όπως θέλεις ονόμασέ το. Πίστεψέ με, δε φαντάζεσαι πόσα μπορείς να αντέξεις μέχρι να μην έχεις άλλη επιλογή. Ποτέ μη λες ότι έπιασες πάτο, γιατί σίγουρα το ασανσέρ μπορεί να σε πάει και σε χαμηλότερα επίπεδα.

Κι αυτά τα υπόγεια εσύ τα περπάτησες μέχρι το τελευταίο τους εκατοστό. Τα γνώρισες ίσως καλύτερα απ’ τον καθένα και τα μίσησες. Τα σιχάθηκες κι ύστερα σιχάθηκες και τον ίδιο σου τον εαυτό. Τι κι αν λένε ότι στα υπόγεια είναι η θέα; Την έψαξες και δεν τη βρήκες. Εσύ ξέρεις ότι εκεί κάτω το σκοτάδι σε πνίγει. Κάνει την ανάσα σου βαριά. Ίσως να υπήρχαν στιγμές που θα έδινες και την πιο φωτεινή σου πλευρά για μια αχτίδα φωτός.

Όμως δεν τα παράτησες. Δεν παρέδωσες έτσι εύκολα το φως σου σε αυτά τα σκοτάδια. Πήρες απόφαση να τα φωτίσεις εσύ. Να τα κάνεις σουίτες πολυτελείας. Μόνο έτσι θα άντεχες την αναγκαστική σου παραμονή εκεί.

Αφού πρώτα αποδέχτηκες τον δειλό σου εαυτό, τον έκανες να σιωπήσει. Προσωρινά, όχι για πάντα. Πήρες την ελπίδα σου απ’ το χέρι κι αποφάσισες να μπεις στο παιχνίδι. Δεν είχες θέσει εσύ τους όρους, αλλά δε σε ένοιαζε. Ήταν η μόνη σου ευκαιρία για να φωτίσεις το σκοτάδι σου.

Έτσι μπήκες στην παρτίδα με όλες σου τις μάρκες, παρότι όλα σου έδειχναν να πας πάσο. Όλα ή τίποτα, είπες. Και το έκανες. Τι κι αν η μία ήττα διαδεχόταν την άλλη; Εσύ εκεί να επιμένεις. Δε δέχεσαι να κάνεις βήμα πίσω. Πιστεύεις ότι αυτό το παιχνίδι είναι δικό σου.

«Τα ρέστα μου», λες. Και μέσα σ’ αυτά τα ρέστα σου προσφέρεις μέχρι και την ίδια σου την ελπίδα, που σε κοιτά σαστισμένη απ’ τη γωνία του τραπεζιού. Κουράστηκες τόσα χρόνια το χαρτί σου να μη βγαίνει. Αυτή τη φορά θα βγει. Δεν έχεις καμιά αμφιβολία. Στην πραγματικότητα δεν έχεις κι άλλη επιλογή απ’ το να πιστέψεις.

Παρ’ όλο που έχεις βεβαιωθεί ότι αυτός ο γαμημένος κρουπιέρης έχει σημαδέψει την τράπουλα, εσύ ζητάς το τελευταίο σου χαρτί. Σηκώνοντάς το όλος σου ο αγώνας περνά μπροστά απ’ τα μάτια σου. Φοβάσαι να το δεις. Ξέρεις ότι αν δεν είναι αυτό που πρέπει όλα έχουν τελειώσει. Είναι δύσκολο να αποδεχτείς το τέλος, παρ’ όλο που το γνώριζες απ’ την αρχή. Ήλπιζες. Όμως για στάσου. Πριν λίγο δεν πόνταρες και την ίδια σου την ελπίδα;

Το σηκώνεις. Ξέρεις ότι είναι αναπόφευκτο. Και για άλλη μια φορά ο κρουπιέρης σε νίκησε. Κλείνεις τους λογαριασμούς σου με αυτούς που κατασπάραξαν τις μάρκες σου δίχως έλεος και φεύγεις.

Αποφασίζεις να βγεις ξανά στο στενό σου δρομάκι. Δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς. Πρέπει να φτάσεις στο τέλος. Ένα, δύο βήματα και σωριάζεσαι. Κι αυτό να γίνεται για χιλιόμετρα.

Πλέον βλέπεις τον τερματισμό σου, αλλά δεν έχεις άλλες δυνάμεις να σηκωθείς. Κουράστηκες να παλεύεις για δύο. Για εσένα και για εκείνον τον άλλον δειλό εαυτό σου.

Πέφτεις κάτω σαν σακί και το μόνο που περιμένεις είναι το τέλος. Όχι του αγώνα σου. Το δικό σου. Όμως ξαφνικά ένα χέρι απλώνεται δίπλα σου. Σηκώνεις το κεφάλι σου και βλέπεις την ελπίδα που πούλησες πριν λίγο. Μπορεί εσύ να πέθανες ψυχικά, αλλά αυτή είναι εκεί. Αλλαγμένη μεν, παρούσα δε. Σηκώνεσαι και μαζί περπατάτε προς τον επόμενο αγώνα σου. Αυτή σέρνοντας τις ξεσκισμένες φορεσιές της κι εσύ προσπαθώντας να σταθείς στα πόδια σου που τρέμουν. Και δίχως να το καταλάβεις, ο τερματισμός σου έγινε αφετηρία.

Μην τρέμεις τον «θάνατο». Τους ανθρώπους που δεν ελπίζουν να φοβάσαι.

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη