Τον Φεβρουάριο τον αγαπάμε στο pillowfights γιατί είναι ο μήνας που γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας. Και τα γενέθλια θέλουν κέφι και φίλους για να τα ευχαριστηθείς. Φίλους νέους, αλλά και διαχρονικούς κι αγαπημένους.
Έτσι κι εμείς ζητήσαμε από πρώην αρθρογράφους μας (once a pillowfighter, always a pillowfighter, μην ξεχνιόμαστε!) να μας χαρίσουν από ένα guest άρθρο, εδώ στο reunion μας!
Από σήμερα 1/2/18 ως και τις 15 του μήνα, καθημερινά θα δημοσιεύουμε τις νέες ιστορίες των παλιών μας φίλων.
Χρόνια πολλά fighters!

Γράφει η Στέλλα Τσομόρα.

 

Ήταν τα γενέθλια της κολλητής μου κι ετοιμαζόμασταν απ’ το πρωί για εκείνη τη μεγάλη έξοδο. Επιτέλους, θα πηγαίναμε σε εκείνο το τέλειο μαγαζί που φιγουράριζε παντού. Τα γενέθλιά της, λοιπόν, ήταν η τέλεια αφορμή.

Το τι θα φορέσουμε και πώς θα χτενιστούμε ήταν θέμα συζήτησης εδώ και δυο βδομάδες. Μέχρι που έφτασε το μεγάλο βράδυ κι ήμασταν ενθουσιασμένες. Εννοείται πως θα πηγαίναμε κοριτσοπαρέα, οπότε η χαρά ήταν διπλή.

Το μαγαζί γεμάτο. Φώτα, μουσική, ήταν ένα υπέροχο καλοκαιρινό βράδυ. Τα κοκτέιλ δίνανε και παίρνανε. Ένιωθα όμως πως κάτι έλειπε. Δεν ήταν το ποτό, δεν ήταν το κέφι. Ήταν αυτό το κάτι. Ξέρεις αυτό το κάτι που θα εκτοξεύει ένα ήδη καλό βράδυ. Δεν αναζητούσα το φλερτ, ήμουν καιρό μόνη, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα. Είχα κατά καιρούς φλερτάκια, τίποτα σημαντικό, έτσι για να ανεβαίνει η αυτοπεποίθηση, που λένε.

Ήταν λίγο πριν αποφασίσουμε να φύγουμε. Η παρέα μου μεθυσμένη αρκετά, εγώ όμως ήμουν καλά. Δυο, τρία κοκτέιλ μου αρκούσαν. Και ξαφνικά νιώθω έναν όγκο να πέφτει πάνω μου. Ήσουν εσύ που έπεσες πάνω μου. Δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο ή όχι. Πάντως με κάποιον τρόπο έπεσες πάνω μου, πήγα να πέσω, αλλά με κράτησες.

Πώς να μην πέσω αναρωτιέμαι ακόμη και σήμερα μ’ εκείνες τις τόσο ψηλές γόβες που φορούσα, φαϊνή ιδέα της κολλητής μου. Με κοίταξες και γέλασες και δεν κρατήθηκα, εκεί που ήθελα να σε βρίσω, άρχισα να γελάω κι εγώ. Κατάλαβες τι σκέφτηκα μάλλον. Μου χαμογέλασες, με άφησες κι έφυγες. Κι έμεινα με ένα «γιατί».

Γιατί έφυγες έτσι; Μόνο εγώ το ένιωσα αυτό το κάτι; Αυτήν τη σπίθα που έλεγαν τόσο καιρό; Είδα τα μάτια σου, ένιωσα τα χέρια σου, κάτι είχαν εκείνες οι στιγμές -ήταν λεπτά, δευτερόλεπτα, αιώνας; Ένιωσα τόσο χαζή που πήγα να πέσω, δεν μπορούσα να σε δω νωρίτερα, να σε πλησιάσω με ύφος θεάς; Αυτό το ύφος που όλες παίρνουμε, ή έστω νομίζουμε, όταν βλέπουμε αυτό τον κούκλο να περνάει μπροστά μας, ξέρεις για ποιο μιλάω, είμαι σίγουρη.

Τελικά αυτό μου έλειπε όλο το βράδυ; Εσύ; Άρχισα να σε ψάχνω, αλλά ο κόσμος το μόνο που έκανε ήταν να με εμποδίζει. Κι όμως σε βρήκα. Το είχα βάλει στόχο, δε θα έφευγα αν δε σε έβρισκα, αν δε μου έλεγες το όνομά σου κι αν φυσικά δε σου έδινα τον αριθμό μου.

Δεν ξέρω τι ήταν, εγωισμός, πάθος της στιγμής, έξαψη; Ό,τι κι αν ήταν, μου έδωσε αυτή την αυτοπεποίθηση να έρθω κοντά σου. Και για άλλη μια φορά μου χαμογέλασες, έλαμψες, το κατάλαβα, ήμουν σίγουρη. Δεν πρόλαβα να σου μιλήσω, έκανες πέρα την παρέα σου κι απλά με ρώτησες τι πίνω. Τι να σου πω, σκεφτόμουν, βάλε μου και το Βόσπορο, αν είναι να ‘μαι κοντά σου.

Ήπια ό,τι κι εσύ και χωρίς να το καταλάβω τα πόδια μου με ώθησαν μαζί σου έξω απ’ το μαγαζί. Χωρίς τσάντα, χωρίς κινητό, τίποτα. Πού πάω, η χαζή, αναρωτήθηκα, θα μπλέξω πουθενά και δε θα μπορώ να κάνω τίποτα. Αλλά όχι, το ένιωθα, όλα ήταν τέλεια.

Το ένστικτό μου έλεγε πως πρέπει να πάω, το οφείλω στον εαυτό μου, στο κορμί μου, αν θες. Βγήκαμε να πάρουμε αέρα, ή έστω αυτή ήταν η δικαιολογία, που για να είμαι ειλικρινής δε με ένοιαζε ιδιαίτερα. Ήξερα πού θα καταλήξουμε, άλλωστε αυτό δεν ήθελα κι εγώ; Για ποιον άλλο λόγο να σε πλησιάσω πρώτη; Πρώτη φορά ήμουν εγώ η κυνηγός και δε με ένοιαζε καθόλου. Έχει κι αυτό τη χάρη του, αν θες.

Το αυτοκίνητο σου δεν ήταν μακριά. Δεν προλάβαμε να μπούμε κι άρχισες να με φιλάς. Στην αρχή αργά, διστακτικά. Πρώτα στο λαιμό και μετά στα χείλη. Αργές κινήσεις, ρυθμικές, σαν νότες σε πιάνο. Δεν αντιστάθηκα, σε έσπρωξα πιο κοντά μου. Τα χέρια σου κατάλαβαν, ήξεραν ότι ήθελα, τι ήθελα. Γίνανε όλα τόσο γρήγορα, όχι βιαστικά, μα γρήγορα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω τώρα. Τι κάνουν μετά από κάτι τέτοιο; Τι λένε; Και τότε το συνειδητοποίησα.

Δεν ήξερα καν το όνομά σου. Μα υποτίθεται γι’ αυτό σε έψαξα. Ήθελα να το μάθω όμως. Ντρεπόμουν να σε ρωτήσω. Δεν ήξερα πώς θα φανεί. Σηκωθήκαμε χωρίς να μιλάμε, με βοήθησες να ντυθώ και να σταθώ στα πόδια μου. Δεν άντεχα να ξαναβάλω αυτά τα ηλίθια παπούτσια, το κατάλαβες, τα πήρες στα χέρια σου, γέλασες, μου είπες δε χρειάζεται να τα ξαναφόρεσω, ήμουν όμορφη και χωρίς αυτά.

Πήγαμε πάλι μέσα, βρήκα την παρέα μου που με έψαχνε ώρα τώρα απ’ ό,τι κατάλαβα. Τι να τους πω τώρα; Πού ήμουν, τι έκανα; Αυτοί ανησυχούσαν κι εγώ γελούσα, χαμογελούσα, έλαμπα νομίζω. Σε κοιτούσα και με κοιτούσες ακόμη. Κοκκίνισα. Δεν το πιστεύω πως μετά από όλα αυτά εγώ εκείνη τη στιγμή βρήκα να κοκκινίσω. Τώρα που έπρεπε να το παίζω μοιραίο θηλυκό;

Αν είχα μαζί μου το παιδικό αρκουδάκι απ’ το δωμάτιό μου νομίζω θα το αγκάλιαζα και θα κρυβόμουν. Βγήκαμε έξω απ’ το μαγαζί τελικά τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβα να σε χαιρετίσω κι ακόμη να μάθω το όνομά σου. Ένιωθα όμως τόσο όμορφα, περίεργα όμορφα.

Απόρησα με τον εαυτό μου για εκατοστή φορά εκείνη τη βραδιά, τι με έπιασε; Δεν ήταν σίγουρα το σεξ αυτό που είχα ανάγκη ούτε μια ξεπέτα. Ήσουν απλά εσύ. Νομίζω σε είδα να βγαίνεις μετά από μας έξω με την παρέα σου και με κοίταξες, ήθελες να έρθεις κοντά μου, όμως σταμάτησες.

Το αυτοκίνητό μας είχε σχεδόν ξεκινήσει κι ήμουν τόσο κοντά στο να τρέξω προς το μέρος σου. Κρατήθηκα, όμως, δεν ήθελα να χαλάσω ό,τι συνέβη. Δεν ξέρω γιατί, ίσως εξελισσόταν σε κάτι όμορφο. Ίσως χάλαγε. Δεν ήθελα σίγουρα, όμως, να το καταστρέψω αυτό που συνέβη, ή μάλλον αυτό που ένιωσα.

Ένιωσα αυτό το πυροτέχνημα που δύσκολα βρίσκει κάποιος. Σε σκέφτομαι ξέρεις, πολλές φορές. Η εικόνα σου ξεθυμαίνει σιγά-σιγά, τα μάτια σου όμως ακόμη τα θυμάμαι. Αυτά σου υπόσχομαι δε θα τα ξεχάσω. Κι ας μην έμαθα το όνομά σου.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη