Είναι σχεδόν μεσάνυχτα, κοιτάζω μία τελευταία φορά το κινητό μου, μπαίνω στα μηνύματά σου. Στα τελευταία μας μηνύματα που ανταλλάξαμε. «Παράτα με» σου είπα, «τελείωσες» μου απάντησες. Αυτή ήταν η τελευταία μας συνομιλία. Έκτοτε κενό. Δεν ξαναμιλήσαμε. Ξεκινάω να σου γράψω «συγγνώμη», αλλά δεν ξέρω πλέον αν έχει νόημα. Θυμάμαι να κλείνω το κινητό μου και να το πετάω με δύναμη πάνω στον καναπέ. Ίσως εκείνη τη στιγμή έπρεπε να σου ζητήσω εκείνη τη συγγνώμη.

Πλέον έχουν περάσει δύο εικοσιτετράωρα. Δύο εικοσιτετράωρα απόλυτης σιωπής. Και συνεχίζω να σκέφτομαι «έχει άραγε νόημα»; Αποφασίζω εγωιστικά πως όχι δεν έχει και αφήνω το κινητό μου κάτω ξανά, γυρνάω πλευρό και προσπαθώ να κοιμηθώ. Εξάλλου εσύ το τελείωσες. Αν ήθελες θα είχες στείλει ένα μήνυμα, θα με είχες πάρει κάποιο τηλέφωνο.

Μέσα μου το απόλυτο κενό κι οι σκέψεις μου ένα χάος. Μου λείπεις αφάνταστα πολύ. Αλλά προφανώς ο εγωισμός μας είναι μεγαλύτερος από εμάς. Κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι πόσο ήθελα να σε είχα μπροστά μου, δίπλα μου, να πέσω στην αγκαλιά σου. Σκέφτομαι ότι θέλω να ξυπνήσω κι όλο αυτό να είναι ένα κακό όνειρο. Ένας εφιάλτης. Πιστεύω πως κι εσύ νιώθεις το ίδιο. Παρ’ όλο που δεν το λες. Σε ξέρω πολύ καλά, όπως κι εσύ ξέρεις εμένα.

Το θέμα είναι όμως ποιος θα κάνει το πρώτο βήμα. Δίπλα μου το τριαντάφυλλο που μου έδωσες λίγες μέρες πριν. Σκέφτηκα να το αφήσω να μαραθεί. Τόσα νεύρα έχω μαζί σου. Αλλά είναι τόσο όμορφο που δε μου πάει η καρδιά. Όμορφο είναι και το χαμόγελό σου και τα φιλιά σου. Μόνο να ήξερες πόσο με ηρεμούν αυτά τα δύο. Δεν ξέρω αν στο είχα πει ποτέ. Απ’ την πρώτη μας στιγμή που κοιταχτήκαμε δε σκόπευα να ζήσω χωρίς εσένα. Και τώρα καλούμαι να κάνω αυτό ακριβώς που δεν ήθελα να συμβεί.

Να προσπαθώ να ζω χωρίς εσένα. Μοιάζει ακατόρθωτο κι άκρως τρομακτικό. Και ξέρεις κάτι; Δε θέλω καν να το προσπαθήσω αυτό. Ήσουν και είσαι αυτός που θέλω να περάσω δίπλα του τη ζωή μου. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω αν στο είχα πει κι αυτό. Είσαι η ζωή μου.

Η ώρα περνάει και συνεχίζω να σκέφτομαι πόσο σε θέλω και πόσο μου λείπεις. Μέσα μου εύχομαι να υποφέρεις το ίδιο, όπως εγώ. Τα δύο αυτά βράδια σου να περνάνε αργά και βασανιστικά. Και να ξέρεις ότι ελπίζω να περνάς το ίδιο χάλια, όπως εγώ. Εγωιστικό; Ναι, φυσικά. Αλλά δε με απασχολεί και τόσο. Σε ήθελα και συνεχίζω να σε θέλω μόνο για εμένα. Κι όταν λείπεις δε σκέφτομαι τόσο καθαρά. Οι σκέψεις μου θολώνουν κάθε φορά που βρίσκεσαι μακριά μου.

Νομίζω αυτό είναι κάτι που το έχεις καταλάβει. Βγαίνω και στέκομαι στο μπαλκόνι και σκέφτομαι τα αμέτρητα βράδια που καθόμασταν αγκαλιά κι ακούγαμε μουσική. Τις βραδιές που γελούσαμε. Τα βράδια που φιλιόμασταν κάτω απ’ το φως του φεγγαριού. Πόσο μα πόσο μου λείπει το χαμόγελό σου και ο τρόπος που με κοιτούσες. Με έκανες να αισθάνομαι τόσο μοναδική και ξεχωριστή, σε αντίθεση με τώρα που δεν αισθάνομαι τίποτα. Το απόλυτο κενό. Κι όλα αυτά γιατί; Για μια χαζή συγγνώμη και μια παρεξήγηση. Υπέροχα.

Χαζεύω στο δρόμο ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Εκείνος της κρατάει το χέρι και εκείνη γελάει. Τον κοιτάζει και γελάνε μέχρι και τα μάτια της. Αυτόματα σκέφτομαι ότι είμαστε εμείς σε βάθος χρόνου. Δεν είμαστε δηλαδή, αλλά θέλω να είμαστε. Θέλω να συνεχίσω να κάθομαι στα πόδια σου και να πέφτω στην αγκαλιά σου. Θέλω να συνεχίσω να κοιτάζω το υπέροχο χαμόγελό σου.

Θέλω να συνεχίσω να σε βλέπω καθιστό στο μπαλκόνι και να έρχομαι από πίσω σου και να σε φιλάω στο λαιμό. Θέλω να συνεχίσουν τα πόδια μου να τρέμουν κάθε φορά που με φιλάς. Αυτόματα σκέφτομαι ότι δεν είμαι έτοιμη να τα χάσω όλα αυτά. Σε καμία περίπτωση και για κανένα λόγο. Δεν γίνεται τα τελευταία μας μηνύματα και τα τελευταία λόγια ανάμεσά μας να είναι αυτά.

Είναι τόσα που δε σου έχω πει ακόμη. Μπαίνω τρέχοντας μέσα στο δωμάτιό μου, ψάχνω το τηλέφωνό μου. Πλέον ξέρω πως ναι, έχει αξία και σημασία αυτή η «συγγνώμη», που δεν ειπώθηκε ποτέ. Σκέφτομαι πως δεν πρέπει να υπάρχει εγωισμός ανάμεσά μας. Θα κάνω εγώ την αρχή. Έστω κι αν αυτό είναι το τελευταίο μου μήνυμα προς εσένα.

«Συγγνώμη. Σε αγαπώ. Καληνύχτα».

Συντάκτης: Φωτεινή Μαρκογιάννη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου