Η πολυπόθητη άδειά σου είχε ξεκινήσει. Mάζεψες γρήγορα τη βαλίτσα (την οποία παραγέμισες μέχρι τα φερμουάρ να τρίζουν) κι έφυγες προς τον αγαπημένο προορισμό, για εκεί που μετρούσες αντίστροφα απ’ το χειμώνα ακόμη.

Η θάλασσα απλωνόταν μαγευτική μπροστά σου.

Τα χρώματα του ορίζοντα άλλαζαν απ’ το μοβ, στο κίτρινο, το πορτοκαλί, το γαλάζιο και πάλι στο πορτοκαλί. Ανέμελες στιγμές με φίλους, συγγενείς ή το άλλο σου μισό, γέμιζαν το κουτάκι των αναμνήσεων που θα έπαιρνες μαζί σου με την επιστροφή σου στην πόλη.

Ο καιρός περνάει πολύ γρήγορα στις διακοπές, όμως οι στιγμές μένουν χαραγμένες.

Κι εσύ, που δε θέλεις εκείνη τη στιγμή να ακούσεις καν τη λέξη δουλειά, πληρώνεις κάτι παραπάνω για να κάτσεις στο όμορφο νησί και τις δυο τελευταίες μέρες, που υποτίθεται θα γυρνούσες σπίτι για να προσαρμοστείς μέχρι να ξαναπάς στη δουλειά. Δε θέλεις να τελειώσει, αν ήταν στο χέρι σου θα έμενες για πάντα εκεί. Εύχεσαι η ζωή να ήταν πάντα μόνο διακοπές. Αφού δεν είναι, τουλάχιστον ας κρατήσουν λίγο παραπάνω, σκέφτεσαι. Φυσικά κι αυτές οι έξτρα μέρες θα περάσουν εξίσου απολαυστικά και γρήγορα.

Επιστρέφεις, λοιπόν, στην πολύβουη πόλη τη νύχτα πριν την επιστροφή σου στο γραφείο. Οι βαλίτσες έτοιμες να εκραγούν, αφού τους πρόσθεσες επιπλέον φορτίο ψωνίζοντας ό,τι σου τραβούσε την προσοχή, παίρνουν τη θέση τους στο υπνοδωμάτιο. Βγάζεις τα απαραίτητα (μη μείνεις και χωρίς αποσμητικό) κι υπόσχεσαι στον εαυτό σου την επόμενη μέρα, μόλις σχολάσεις, να κάνεις το πολυπόθητο unpacking για να πάρουν ξανά όλα τη θέση τους.

Περνάς την υπόλοιπη νύχτα στο μπαλκόνι με ένα ποτήρι κρασί. Η ησυχία που έχει η πόλη αυτήν την ώρα, σου θυμίζει λίγο απ’ τις υπέροχες διακοπές σου, απ’ την ηρεμία που ένιωθες. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη σου κι ο νους σου τρέχει πίσω σαν να αρνείται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, ότι η επιστροφή σου είναι πλέον γεγονός.

Οι μέρες περνούν. Έχεις μπει σταδιακά στην καθημερινότητα και καταλήγεις να τρέχεις περισσότερο κι απ’ τον αείμνηστο Θανάση Βέγγο. Κάθε φορά που επιστρέφεις στο σπίτι, η διογκωμένη βαλίτσα σου είναι ακόμη εκεί και σε περιμένει, με ένα παράπονο ζωγραφισμένο στο πιεσμένο φερμουάρ της. Αν μπορούσε να μιλήσει, θα γκρίνιαζε χειρότερα κι από πιτσιρίκι που ζητάει παγωτό. Εσύ την αγνοείς για ακόμη φορά με τη δικαιολογία της αναβλητικότητας, κι αύριο μέρα είναι.

Οι εκκρεμότητες πιέζουν, η βαλίτσα απαιτεί να τακτοποιηθεί, αντ’ αυτού όμως προτιμάς είτε να βγεις με την παρέα σου για να αναβιώσετε, με τις ατέλειωτες συζητήσεις σας, όσα ζήσατε στις διακοπές ή να βάλεις και πάλι εκείνο το αγαπημένο ποτήρι κρασί και να χαθείς στις σκέψεις σου στο στενό σου μπαλκόνι με θέα τον έναστρο ουρανό.

Έτσι είναι. Ποτέ δεν αδειάζει η παχουλή βαλίτσα μας αμέσως μετά τις διακοπές. Μένει εκεί, απεγνωσμένη να μας κοιτάει, υπομένοντας τα τεντωμένα φερμουάρ της. Κι απορεί αν θα το αποφασίσουμε πριν το τέλος του μήνα, για να πάρει τη θέση της ξαλαφρωμένη στο πατάρι του σπιτιού μέχρι την επόμενή της εξόρμηση.

Περνάει, λοιπόν, το λιγότερο μία εβδομάδα μέχρι να πάρουμε την απόφαση να την αδειάσουμε. Ίσως γιατί, ενδόμυχα, θεωρούμε πως όσο πιο νωρίς το κάνουμε τόσο πιο γρήγορα θα τελειώσει αυτή η αίσθηση των διακοπών, αυτή η μυρωδιά της θάλασσας και της ανεμελιάς, που κρατάει ακόμη μέσα της. Κι αυτό επ’ ουδενί δεν το θέλουμε.

Συντάκτης: Μαρία Χαρδαλιά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη