Εννοείται και να κρατήσουμε τις αποστάσεις, δεν μπορούμε μ’ όλους να είμαστε κοντά, κατανοητό. Είμαστε και πιο προφυλαγμένοι η αλήθεια είναι από παράπλευρες απώλειες όσο πιο πολύ απέχουμε απ’ το διπλανό μας.

Αυτό όμως ισχύει σ’ όλες τις περιπτώσεις; Το να κρατάμε αποστάσεις από κάθε πιθανό ον που βρίσκεται εντός της οπτικής εμβέλειάς μας δηλαδή; Όχι, δεν ισχύει παντού, μην τα βάζουμε όλα στο ίδιο τσουβάλι και μετά παραπονιόμαστε πως οι άνθρωποι δεν κάνουν πια το πρώτο βήμα στο φλερτ.

Με τη λέξη «αποστάσεις» τα κάναμε όλα ίσα κι όμοια κι εννοείται κανένας πια δεν πλησιάζει αν ενδιαφέρεται (σ’ ερωτικό επίπεδο), προτιμά να κάθεται σε ασφαλή ακτίνα απ’ την παρουσία μας και να κοιτάζει με τις ώρες και τα μερόνυχτα -γιατί όχι;

Ναι όμως το θέμα έφυγε απ’ την κατηγορία «φλερτ» και πήγε στην κατηγορία «σινεμά». Κάθονται όλοι απέναντι ή πίσω ή πλάι απ’ το πρόσωπο που τους διεγείρει τα αισθητήρια όργανα και χαζεύουν λες και βλέπουν καμιά ταινία δράσης. Τώρα ειδικά που τα περισσότερα μπαρ μοιράζουν ποπ-κορν μαζί με το ποτό ή την μπίρα, είναι λες κι είναι βαλτοί. Λες και μας ειρωνεύονται λέγοντάς μας κατάμουτρα ότι «αφού κοιτάς που κοιτάς και δεν κουνάς τον κώλο σου να γνωρίσεις αυτόν που σ’ ενδιαφέρει, φάε και το ποπ-κορνάκι σου για να πειστείς ότι είσαι σ’ αίθουσα κινηματογράφου, οπότε θέλοντας και μη, μένεις στο «φάτε μάτια ψάρια», αγαπητέ κι αγαπητή μου».

Καλά δεν έχουν κι άδικο που μας δουλεύουν μες στη μούρη μας. Κρεμασμένοι απ’ την μπάρα κάθονται πλέον όλοι και χαζεύουν λες και βλέπουν τις πρώτες νιφάδες του χιονιού. Και τι γίνεται μετά; Μαντέψτε. Εκεί μένουν κιόλας!

Να είναι φόβος, να είναι δειλία ή μήπως το «σύνδρομο της κότας»; Τι φταίει και το καημένο το πουλερικό να κουβαλάει τη φήμη των ανθρώπων που «χέζονται» πάνω τους στην ιδέα της λεκτικής επαφής και του πρώτου βήματος;

Και δωσ’ του εσύ να κατεβάζεις το κρασάκι σου και να μην έχεις προβλέψει το πότε θα έρθει να σου μιλήσει. Και δωσ’ του να σκέφτεσαι πιθανούς διαλόγους. Και δωσ’ του κι οι πιθανολογίες ως προς τι αντίδραση θα έχετε κι οι δύο. Κι εν τέλει μόνο στο «και δωσ’ του» μένεις γιατί όλα είναι στο μυαλό σου. Συγκεκριμένα στη φαντασία σου. Θα έλεγε κανείς ότι το έργο που παρακολουθεί ο δειλός ή η διστακτική απέναντι είναι επιστημονικής φαντασίας με τέτοια εξωπραγματικά σενάρια που υποθέτεις.

Να δεχτούμε ότι φοβόσαστε την απόρριψη, να δεχτούμε ότι διστάζετε λόγω ντροπής κι αμηχανίας, αλλά τουλάχιστον για να δικαιολογήσουμε τη θέση σας, σταματήστε να κάνετε καμάκι και να φλερτάρετε από απόσταση. Είναι αστείο να βλέπεις βλέμματα και χαμόγελα πίσω από ένα μπουκάλι μπίρας κι επί της ουσίας να πηγαίνεις για ύπνο αργότερα και να νομίζεις ότι μάλλον τη φαντάστηκες τη στιγμή και δεν ήταν αληθινή. Μάλλον σ’ έπεισες ότι κάποιος σε κάρφωνε με τα μάτια, γιατί αν συνέβαινε στ’ αλήθεια τώρα θα ‘χες κι ένα όνομα να θυμάσαι ή -ας το παρατραβήξουμε και λίγο- μια καινούργια επαφή στον κατάλογο των επαφών σου.

Καλά το τερματίσαμε από φαντασία τώρα αλλά μας επιτρέπεται να λέμε ό,τι θέλουμε. Αφού μένουμε απροσέγγιστοι στο τέλος, αφήστε μας να υποθέσουμε και να εξιδανικεύσουμε ό,τι μας βολεύει καλύτερα απ’ το να σας θεωρήσουμε κότες.

Όσο και να προσπαθήσουμε να φύγουμε απ’ αυτή τη λέξη, πάντα η «κότα» έρχεται πρώτη στο μυαλό αν σκεφτείς άντρα ή γυναίκα να ρίχνουν δίχτυα -πλασματικά- πάνω απ’ τις μπασκέτες με τα ποτήρια και ποτέ -μα ποτέ- να μην κουνάνε το μηρό τους για να κάνουν επιτέλους αυτό το πολυπόθητο βήμα. Δηλαδή είναι να μη σκας;

Γύρνα, κύριε, το κεφάλι σου, μη μας κοιτάς. Σταμάτα κι εσύ, αγαπητή μου, να μοιράζεις χαμόγελα τίγκα στην αδαμαντίνη αν δεν το ‘χεις ν’ αψηφήσεις την απόσταση που μεσολαβεί με τρία σκαμπό.

Μήπως θα έπρεπε να το κοιτάξετε λίγο πιο σοβαρά το πρόβλημά σας; Να το εξετάσετε, παιδιά, μην είναι κολλητικό και χαθούν ακόμα κι οι άλλοι δέκα άνθρωποι -επιεικώς- παγκοσμίως, που -ίσως- και να τολμούν ν’ αφήσουν κάτω το κινητό ή το ποτήρι και να έρθουν να σου μιλήσουν. Ας μη συζητήσουμε γι’ αυτήν τη μειονότητα τώρα και το ρίξουμε απ’ το πρωί στα σφηνάκια.

Μήπως τα σφηνάκια τελικά είναι η λύση; Αν πιεις πολλά και φτάσεις σε σημείο που κάπως γυρίζει το κεφάλι σου, την επομένη που θα ξυπνήσεις, δε θα ξέρεις αν τελικά αυτός που θυμάσαι ότι σε φλέρταρε, εν τέλει ήρθε να μιλήσει ή όχι. Κι αν σου έδωσε το νούμερό του και πάνω στη ζαλάδα σου το έχασες ή δεν το έγραψες καθόλου;

Στο ξετίναγμα του μισθού ή και τον αλκοολισμό μας οδηγεί το «σύνδρομο της κότας» όπως βλέπετε. Βγείτε απ’ το κοτέτσι για το καλό του συκωτιού μας και του τραπεζικού λογαριασμού μας.

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη