Και σπάνε τα κινητά, και δωσ’ του κάτω τα ποτήρια και τα πιάτα, κοπανάν κι οι πόρτες αλλάζοντας δωμάτιο και γενικότερα, αλίμονο σ’ ό,τι έχει μείνει όρθιο. Δε θα σε ρωτήσει κανείς γιατί νευρίασες, σίγουρα όμως θα σε ρωτήσει γιατί αντέδρασες τόσο ακραία. Άντε εσύ να εξηγήσεις πάνω στο θυμό σου και τα νεύρα σου, γιατί τα έκανες όλα λαμπόγυαλο.

Άντε να εξηγήσεις, ο άλλος να σε καταλάβει και να συμμεριστεί. Άντε κι αυτό πάει στα κομμάτια, θα έχεις όμως την ψυχραιμία να κάτσεις να εξηγήσεις γιατί σ’ εκπροσώπησαν τα νεύρα σου; Δεύτερο πεδίο μάχης θα κάνεις γιατί -εννοείται- αν είχες ψυχραιμία απ’ την αρχή, δε θα γινόταν όλο αυτό. Προσπάθησε να μην απαντήσεις όσο τρέμεις απ’ την υπερένταση. Σήκω πάνω και πιες μια γουλιά νερό. Έτσι κάπως θα σε κοροϊδέψεις ότι ηρέμησες. Όχι, μη μετρήσεις ως το δέκα από μέσα σου. Και να το δοκιμάσεις δηλαδή δεν πιάνει.

Αυτό που έχεις να κάνεις τη στιγμή που νιώθεις ότι ξεκινάει το αίμα να κάνει ελεύθερη πτώση απ’ το κεφάλι σου, είναι να φύγεις. Να φύγεις απ’ την κατάστασή, απ’ το χώρο, απ’ το κλίμα αυτό, που σου γυρνάει το λαρύγγι γεμάτο σαδισμό. Άνοιξε την πόρτα κι αντί να την κλοτσήσεις ή να τη ρημάξεις, κλεισ’ την με σεβασμό κι ηρεμία. Σεβασμό στον εαυτό σου που δεν τον έχασες, όχι στο συνομιλητή σου. Αυτός σε χάνει απ’ τα μάτια του, χειρότερο γι’ αυτόν δεν υπάρχει. Χέστηκε για τις βροντές της πόρτας. Αφού εσύ δεν έχασες τον εαυτό σου και σχεδόν χάιδεψες το χερούλι για ν’ απομακρυνθείς, αξίζεις πολλές υποκλίσεις.

Υποθετικά, σκέψου να καθόσουν. Τα σπασμένα αντικείμενα ας τα πάρει ο διάολος, καλά να είσαι και θα πάρεις καινούργια. Η ζημιά που προκαλείται με το να μείνεις τη στιγμή που ξεπερνάς τα όριά σου, είναι τεράστια. Πιο μεγάλη απ’ οποιοδήποτε σπασμένο αντικείμενο. Είναι εσωτερική αυτή η ζημιά και δυστυχώς καινούργιο ανταλλακτικό δεν πουλάνε για ν’ αντικαταστήσεις σε περίπτωση ατυχήματος. Το κακό λοιπόν που θα κάνεις, σκέψου το σαν δίπτυχο. Το δίπτυχο της απογοήτευσης.

Ξεκινώντας, απογοητεύεις εκείνο το πρόσωπο που είχατε τη διαμάχη, τον τσακωμό ή όπως θέλεις πες το. Κάθεσαι εσύ σαν το ηφαίστειο, ουρλιάζετε κι οι δύο ή μόνο εσύ και κάπου εκεί για να ταπεινώσεις τον άλλο -λόγω ενστίκτου να κερδίσεις τη μάχη- λες πράγματα προσβλητικά κι άκρως πρόθυμα να πληγώσουν. Και μάλιστα αρκετά πολύ.

Άντε μετά που θα ηρεμήσεις και θα επιστρέψεις στον εαυτό σου, να ετοιμάζεις απολογίες, να ζητάς κατανόηση, να προσπαθείς να δικαιολογηθείς πίσω απ’ το θυμό που σε τύφλωσε και να καταμετράς συγγνώμες. Ο άλλος έχει κουραστεί, έχει σταματήσει να πιστεύει πως κάτι τέτοιο δε θα επαναληφθεί αλλά προ πάντων, έχει πληγωθεί.

Σίγουρα δε θυμάσαι τι είπες εκείνη τη στιγμή και ποιες ήταν οι προσβολές κι οι βρισιές. Όπως επίσης και τι σ’ έκανε να τις ξεστομίσεις. Όσο κι αν μετάνιωσες, όσο κι αν κάθεσαι και σκας με την πάρτη σου, το θέμα έχει τελειώσει κι αυτός που δεν έπρεπε, πληγώθηκε. Μακάρι να μιλούσαμε για τον άνθρωπο που τόση ώρα εξηγείσαι. Ίσως και να έσκυβε κάποια στιγμή το κεφάλι και να δεχόταν όσα δικαιολογητικά του τρίβεις στη μούρη. Τότε όμως θα ένιωθες καλά μέσα σου;

Όχι δε θα ένιωθες. Γιατί αυτός τελικά που δεν έπρεπε, αλλά εν τέλει πληγώθηκε, ήσουν εσύ. Εσύ που άφησες να υπερισχύσει και να κερδίσει -προφανώς- η οξυθυμία σου, η επιθετικότητά σου κι η αφέλειά σου πως όλα θα είναι όπως πριν, όταν όλα καλμάρουν. Τίποτα δε θα είναι ίδιο. Ο άλλος σταμάτησε να σ’ εμπιστεύεται, εσύ σταμάτησες να σε σέβεσαι κι ακόμα συζητάμε για την πόρτα μπροστά σου;

Άνοιξέ τη και φύγε. Πήγαινε να περπατήσεις, να κάνεις ένα τσιγάρο ή και δέκα, δε μας νοιάζει. Απλώς φύγε. Αποφεύγοντας λέξεις που δεν εννοείς, εξασφαλίζεις ήρεμη συνείδηση. Κανένας πληγωμένος, κανένας αδικημένος, ούτε ο εαυτός σου αγνώριστος επίσης.

Αν ανοίξει η πόρτα -εκείνη τη στιγμή- και φύγεις, κάποια στιγμή αργότερα θα την ξανανοίξεις. Αν όμως η πόρτα ανοίξει μετά απ’ όσα είπες πάνω στο θυμό σου, δε θα ξανανοίξει μετά. Είτε γιατί έχασες τον εαυτό σου και πώς να επιστρέψει αν τον αναζητάς, είτε γιατί ο άλλος είχε πολύ βαριές πληγές να κουμαντάρει και δεν τα κατάφερε.

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη