«Στ’ ορκίζομαι, δε θα ξαναγίνει», «αφού στο υποσχέθηκα». Αυτές είναι κάποιες απ’ τις εκφράσεις που θα έπρεπε να διαγραφούν παντελώς απ’ το μυαλό που τις σκέφτεται, μέχρι τις φωνητικές χορδές που τις εξωτερικεύει έτσι ξεδιάντροπα.

Πρόκειται για βλαβερές εκφράσεις που προκαλούν ελπίδα αλλαγής, που μεγεθύνουν ποσοστά εμπιστοσύνης και προσφέρουν προσδοκίες που -εννοείται τις περισσότερες φορές- παραμένουν προσδοκίες. Μην ψάξεις εξωτερικά, η βλάβη προκαλείται συνήθως όσο πιο εσωτερικά γίνεται. Η βλάβη περιλαμβάνει πληγές που δεν πιάνουν κρούστα ίασης, μένουν ανοιχτές κι επίπονες.

Όρκος, υπόσχεση και λόγος. Δίνεις το λόγο σου κι ορκίζεσαι γονατιστός για κάτι που δεν είσαι καν σίγουρος αν θες να προσπαθήσεις ή ν’ αλλάξεις. Παρόλ’ αυτά δεν εμποδίζεται η γλώσσα για να συλλαβίσει όρκους κι υποσχέσεις. Και να μην τα καταφέρεις, θα ξαναορκιστείς κι όλα θα πάρουν το δρόμο τους όπως πριν. Ίσως με λίγο παραπάνω κόπο μέχρι να πείσεις και να παρασύρεις τον άλλο στις λέξεις σου, αλλά δε βαριέσαι; Γιατί όχι;

Είναι απροσδιόριστο αν πρόκειται για συνήθεια, για αδυναμία πραγματοποίησης ή απλά για βίτσιο. Ναι, μπορεί κάποιος να συνηθίζει για να πείσει, να ορκίζεται. Η ευθύνη είναι δική μας που ενώ ξέρουμε την κακιά του συνήθεια,  κουτουλάμε στο ντουβάρι των υποσχέσεών του κάθε φορά.

Υπάρχουν οι αδύναμοι άνθρωποι. Αυτοί οι έρημοι που στ’ αλήθεια υπόσχονται μ’ όλη τους την καρδιά, αλλά στο τέλος δεν τα καταφέρνουν. Το βλέπεις, το ξέρεις ότι προσπαθούν οπότε δεν μπορείς να κακιώσεις ή να εναντιωθείς. Περισσότερο λυπάσαι και στεναχωριέσαι παρά καταριέσαι τον εαυτό σου που ήλπιζες πως θα γίνει ό,τι ειπώθηκε με χίλιες υποσχέσεις. Εκεί δείχνεις έλεος, όχι μένος. Όχι βέβαια πως αυτό πονάει λιγότερο. Αντιθέτως, εκεί οι ελπίδες που πέφτουν απ’ το φωταγωγό, τρυπάνε ιδιαιτέρως το μέσα σου. Γιατί βλέπεις την προθυμία, αλλά παραβλέπεις το μπουφάν που φοράει, της γνωστής μάρκας «αδυναμία».

Φτάνοντας στην κατηγορία των βιτσιόζων που γουστάρουν πιο πολύ το ρήμα «υπόσχομαι» απ’ το ταπεινό «προσπαθώ», η ανάλυση είναι πολύ απλή. Βάζουν προσωπικό στοίχημα κάθε φορά, πόσους παραπάνω μπορούν να πείσουν, πόσους να στηριχτούν στις λέξεις τους˙ που ταρακουνιούνται από σεισμικές δονήσεις και πόσες προσδοκίες να ξεγελάσουν μ’ έναν μόνο όρκο. Αυτοί θέλουν αντίστοιχα να πεις «στ’ ορκίζομαι, σε πιστεύω». Θα σοκαριστούν αμέσως από τέτοιου είδους επίθεση όρκου. Γιατί ξέρουν καλά την έκβαση που έχει το ρήμα. Πρωτίστως τη χείριστή του. Αυτήν της κατάχρησης.

Ακόμα κι αν ο άλλος το συνηθίζει ή γουστάρει να κοροϊδεύει, εσύ μη γίνεις η κόπια του. Μην ορκιστείς, μην υποσχεθείς, μη δώσεις το λόγο σου. Ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος μέσα του για έναν άλλο είναι η εμπιστοσύνη κι η ανάγκη για επικοινωνία. Αν σπαταλήσεις υποσχέσεις κι όρκους, καταστρέφεις κάθε ελπίδα για εμπιστοσύνη και συνεπώς κλείνεις κάθε πιθανή διαδρομή στο χάρτη  της επικοινωνίας. Μετά τι; Μετά ακολουθεί η συναισθηματική αναπηρία.

Είναι η ανικανότητα ν’ ανοιχτείς, να παρασυρθείς, ν’ ακούσεις, να συμπονέσεις, να μοιραστείς, να εκτεθείς. Έχουν γίνει όλα κάρβουνο απ’ το πεδίο μάχης των υποσχέσεων. Σαν κανονικό τοπίο πολέμου είναι. Με πληγές, θύματα, καταστροφές, πρώτες βοήθειες, κλάματα, απελπισία. Μόνο που στην προκειμένη όλα γίνονται εσωτερικά. Κάτω απ’ το δέρμα, μη αντιληπτά με γυμνό μάτι. Καλά αν οι καταστροφές είναι τόσο βανδαλιστικές και βέβηλες ακόμα και το γυμνό μάτι τις «κόβει» από μακριά. Βλέπεις απόσταση, φόβο, καχυποψία. «Α, εδώ έχουμε πληγές», σκέφτεται το μάτι.

Αν έχεις ανάγκη να πείσεις, να δείξεις μετάνοια και πρόθεση για προσπάθεια, πες απλά «άσε με να προσπαθήσω να στο δείξω». Ο άλλος θα σε καταλάβει, θα σε βοηθήσει να το κάνεις κι αν δεν τα καταφέρεις δε θα σ’ εκτελέσει στο απόσπασμα με τις κατηγορίες της κοροϊδίας. Θα είναι απλά μια αποτυχημένη προσπάθεια κι όχι ένας όρκος που πήδηξε πάλι κατακόρυφα απ’ τον ξακουστό φωταγωγό.

Δε θα θρηνήσει κανείς θανόντες αυτή τη φορά. Όχι μόνο θανόντες, αλλά κανείς δε θα στοχεύσει κανέναν με κατηγορίες. Το είπες ξεκάθαρα «θα προσπαθήσω». Τι θα σου πει ο άλλος «γιατί η προσπάθειά σου δε με έβγαλε ασπροπρόσωπο;» «Γιατί είσαι ένα εγωιστικό γουρούνι» ν’ απαντήσεις, μ’ όση υποτίμηση θες κιόλας.

Θαφτήκαμε κάτω από υποσχέσεις, πλακωθήκαμε κάτω από ασήκωτους όρκους και ζητάμε και τα ρέστα. «Μα γιατί δε με πιστεύεις;» Γιατί δεν είσαι πια μαριονέτα πλαστών προσδοκιών, γι’ αυτό δεν πιστεύεις. «Ρε κάνε μας τη χάρη και τράβα κι ορκίσου. Αλλού όχι πια σ’ εμάς», αυτό να πεις όσες φορές χρειαστεί.

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη