Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

Εξομολογείται η Ιωάννα.

 

Γαμώτο! Πάλι με πήρε ο ύπνος. Θα έπρεπε ήδη να είμαι στη στάση του λεωφορείου. Βάζω ραδιόφωνο, όπως κάθε πρωί κι όταν στα αφτιά μου φτάνουν οι στίχοι «Ψέματα, ψέματα, πες μου πως είναι ψέμα, ένα αστείο χαζό εγώ χωρίς εσένα», παγώνω.

Θυμώνω που αναγκάζομαι να βιαστώ για την τελευταία μέρα που θα σε δω. Μέσα μου κάτι σπάει και το μόνο που θέλω είναι να προσποιηθώ πως είναι μια ακόμη Παρασκευή σαν όλες τις άλλες, που απλά δεν άκουσα το ξυπνητήρι κι έχασα το πρωινό μάθημα.

Ντύνομαι βιαστικά και καθώς κλείνω την πόρτα πίσω μου σκέφτομαι πως δε θα ξανά έρθεις από ‘δω! Τα πρώτα δάκρυα με ανακουφίζουν αρκετά. Μα πονάω τόσο μέσα μου που μέχρι και σήμερα, δυόμιση χρόνια μετά, δεν κατάφερα να ανακουφιστώ!

Γι’ αυτή την ημέρα δεν κατάφερα να σου μιλήσω ποτέ. Πάντα σου μιλούσα για όλα. Σου άνοιγα την καρδιά μου, μα για την μέρα που σε αποχωρίστηκα δε βγήκε λέξη.

Μου λείπεις αφάνταστα. Όλα μου λείπουν. Οι βόλτες μας, τα ξενύχτια μας, οι συζητήσεις μας, μα πιο πολύ μου λείπουν τα μάτια σου. Κλάψα, ε; Τι να κάνουμε, ομορφιά μου, αυτή είναι η αλήθεια. Μου λείπει, να αυτό, που με μάλωνες να πιω όλο τον καφέ μου. Με γύριζες πάντα στο σπίτι. Μου λείπει η αστεία φάτσα σου, ρε, την ώρα που φτάναμε στην πόρτα και βρίσκαμε τόσα ανούσια θέματα να αναλύσουμε, ή γελούσαμε από αμηχανία, ή κοιταζόμασταν στα μάτια για ώρα

Γιατί μου έλεγες καληνύχτα και με φιλούσες στο μάγουλο, αφού όταν με έφερνες στην αγκαλιά σου, το μόνο που ήθελες ήταν να με αρπάξεις και να μου κόψεις την ανάσα με το φιλί σου; Μα δε σου θύμωσα ποτέ, γιατί εκείνες τις ώρες είχες το πιο υπέροχό σου βλέμμα!

Πάντα με άφηνες να καπνίζω στο σπίτι σου κι ας ήσουν φανατικός αντικαπνιστής. Γιορτάσαμε μαζί και τα γενέθλιά σου. Εσύ εγώ και δυο μπουκάλια κρασί, θυμάσαι;

Οι δυο μας ζήσαμε αμέτρητες στιγμές γέλιου, χαράς κι έρωτα. Χωρίς όρια. Στην τελευταία μας πιο προσωπική συζήτηση μου είπες πως αν κάνουμε ένα βήμα ακόμη εγώ κι εσύ σαν εραστές, θα αποβεί μοιραίο για τη μετέπειτα πορεία μας μιας και σε λιγότερο από δύο μήνες θα ξημέρωνε αυτή η άχρωμη μέρα.

Κι είχες δίκιο. Έτσι πάρα την ένταση εκείνου του ξημερώματος, κρατήθηκα και δεν έκανα εκείνο για το όποιο θα δίναμε τα πάντα κι οι δυο εκείνη τη στιγμή. Για ένα φιλί. Είχες ξανά εκείνο το υπέροχο βλέμμα. Σαν να μου έλεγες «φίλα με, σε παρακαλώ». Πήρα πολλά ρίσκα για μας, μα εκείνο το τελευταίο όχι. Δε δείλιασα, για εμάς το έκανα. Ήξερα πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος από εκείνον του αποχωρισμού. Έτσι για μια ακόμη φορά χώθηκα στην αγκαλιά σου και με κράτησες σφιχτά, όπως πάντα.

Ξημέρωσε, λοιπόν, η άχρωμη αυτή μέρα. Με δάκρυα στα μάτια βγήκα στο δρόμο κι άρχισα να περπατάω σαν χαμένη. Η ώρα είχε ήδη περάσει. Εκείνη τη μέρα ένιωθα μέσα μου μια αίσθηση βιασύνης, δεν ξέρω γιατί. Πήρα καφέ και την ώρα που άναβα τσιγάρο, ήρθε το λεωφορείο. Το έσβησα κι ανέβηκα. Δε σκεφτόμουν τίποτα. Απλά έπαιρνα βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμήσω.

Δυο στάσεις πιο κάτω ανέβηκες εσύ. Προσπάθησα να αντιδράσω με ψυχραιμία, μα όταν ήρθες και κάθισες δίπλα μου και με άγγιξες στον ώμο, λύγισα. Σε κοίταξα κι απλά έσκυψα το κεφάλι κάνοντας υπομονή για την ώρα που θα κατέβουμε και το άρωμά σου δε θα είναι τόσο αισθητό.

Πάντα ήσουν η ψυχή της παρέας, μα εκείνο το πρωινό ήταν φανερό πως πίσω απ’ το χαμόγελο και τα αστεία σου, υπήρχε θλίψη. Μέχρι και το μελαγχολικό σου βλέμμα ήξερα -και το είχα λατρέψει! Κι όσο κ αν σκεφτόμουν πως δεν έπρεπε να σε κοιτάζω γιατί θα ξεσπούσα σε λυγμούς, μου ήταν αδύνατον. Εξάλλου, πότε θα ξαναείχα την ευκαιρία να σε χαζεύω; Ίσως και ποτέ.

Μια ώρα αργότερα έφτασα στην καφετέρια που θα μαζευόμασταν όλοι μαζί. Έφτασα τελευταία μιας κι η ουρά στο ATM  με ταλαιπώρησε υπέρ του δέοντος. Λες κι όλοι είχαν σκοπό εκείνη την ημέρα να με καθυστερήσουν. Και τι θα άλλαζε με αυτό; Τίποτα.

Σας βρήκα όλους εκεί, να γελάτε. Έτσι όπως ήμασταν πάντα όλοι μαζί. Κάθισα δίπλα σου, όπως πάντα και μπήκα στη συζήτηση. Κάναμε όνειρα για το μέλλον και πειράζαμε ο ένας τον άλλον για την επαγγελματική του πορεία στο μέλλον. Σε κοίταζα, σε περιεργαζόμουν, όπως πάντα, μα εκείνη τη  μέρα ακόμη πιο πολύ. Δε θα κέρδιζα κάτι με αυτό, απλά ήταν το μόνο που μου είχε απομείνει.

Όταν έφτασε απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνό σου και κατάλαβα πως ήρθε η ώρα. Κάρφωσα τα μάτια μου πάνω σου κι όταν σήκωσες το βλέμμα σου πάνω μου, με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Μου έγνεψες πως ήρθε η στιγμή. Σηκώθηκες πάνω και με πήρες αγκαλιά, όπως πάντα. Μα τώρα είχε μια άλλη αύρα η μυρωδιά σου, η αφή σου, αυτήν της τελευταίας φοράς.

Με έσφιξες με όλη σου τη δύναμη με φίλησες στο μάγουλο, μου ψιθύρισες «Να προσέχεις» και μου σκούπισες το δάκρυ. Απομακρύνθηκες πέντε βήματα περίπου. Όταν γύρισες και με κοίταξες, σε κοίταξα για δευτερόλεπτα κι ύστερα κάθισα ξανά. Ήθελα να φωνάξω, μα δεν είχα φωνή. Το δάκρυ μου στέγνωσε κι ήμουν καταδικασμένη να μείνω εκεί να σε βλέπω να φεύγεις και να χάνεσαι μέσα στο πλήθος της πόλης.

Φυσικά και πέρασε απ’ το μυαλό μου να τρέξω πίσω σου, μα δεν ήθελα να στο κάνω αυτό. Έμεινα εκεί, δε θυμάμαι για πόση ώρα και κάπνιζα. Μόνο αυτό θυμάμαι. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι έτσι σε αγκάλιασα για τελευταία φορά και πως τώρα δε θα είσαι εδώ.

Έμαθα κι έζησα πολλά πράγματα μαζί σου, μα δε μου έμαθες πώς να ζω χωρίς να σε έχω δίπλα μου, γύρω μου. Λυπάμαι, μα δεν μπορώ. Θέλω, όμως να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ.

Σ’ ευχαριστώ που υπήρξες κομμάτι της καθημερινότητάς μου και την έκανες πιο όμορφη. Σε ευχαριστώ που πίστεψες σε μένα. Είδες πράγματα που ακόμη κι οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι δεν μπόρεσαν να διακρίνουν σε μένα. Νιώθω ότι με διαβάζεις πια.

Όμως, έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσω το πιο όμορφο κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Γιατί τελικά τίποτα ωραίο δεν κρατάει για πάντα. Πρέπει να μάθω να ζω με τις αμέτρητες στιγμές που με έκανες να γελάω και να νιώθω πραγματικά ευτυχισμένη. Τουλάχιστον, μην ξεχνάς να έρχεσαι στον ύπνο μου και να μου χαρίζεις στιγμές ευτυχίας και πληρότητας, άλλωστε αυτό έκανες πάντα!».

Να ξέρεις ότι αγαπήθηκες πολύ, ψυχή μου!

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη