Και να ‘μαι, λοιπόν, άλλη μια χρονιά μακριά απ’ όλα κι απ’ όλους που με νοιάζουν πραγματικά. Αναγκασμένη από αυτό που λέγεται «απόσταση»  να κάθομαι και να μετράω αντίστροφα τις μέρες μέχρι να δω τους ανθρώπους μου, που κουβαλάω κάθε μέρα μέσα στο κεφάλι μου, να τους πάρω αγκαλιά, να νιώσω και να πω επιτέλους ότι έφτασα σπίτι μου.

Η απόσταση θέλει κότσια για να την αντέξεις. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι γι’ αυτήν κι ούτε μπορούν να τη διαχειριστούν σωστά. Κανείς, έξω από αυτή, δεν μπορεί να κατηγορήσει ούτε αυτούς που δυσκολεύονται, αλλά ούτε κι αυτούς που προσπαθούν. Έτσι κι εγώ, κάνω υπομονή και προσπαθώ να έχω επικοινωνία με εκείνους που ξέρω πως παρ’ όλο που είμαι μακριά, με σκέφτονται καθημερινά και ανυπομονούν να έρθει ο καιρός να γυρίσω πίσω, σε ‘κείνους. Οικογένεια και φίλοι είναι δίπλα μου καταβάλλοντας κι οι ίδιοι μεγάλη προσπάθεια για να με κάνουν να νιώσω καλύτερα σε μια δύσκολη μέρα μου.

Τι γίνεται, όμως, όταν πρόκειται για μια σχέση; Μπορεί όλο αυτό να λειτουργήσει όταν υπάρχουν ρεαλιστικά εμπόδια, όπως τα χιλιόμετρα ανάμεσα; Όλοι πιστεύουν ότι οι σχέσεις από απόσταση έχουν ημερομηνία λήξης, ίσως γι’ αυτό και κάποιοι δεν το προσπαθούν καν. Εκείνοι το λένε άμυνα, εγώ το ονομάζω δειλία. Όταν υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχουν απροσπέραστα εμπόδια, γιατί όλα τα ξεπερνάς. Προσπαθείτε ο ένας για τον άλλον. Προσπαθείτε για το αδύνατο, που το κάνετε δυνατό. Μέσα από αυτή τη δοκιμασία, δυναμώνεται το δέσιμό σας.

Θυμάμαι, περνούσαμε ώρες μπροστά από μια οθόνη λέγοντας τα νέα μας, κάνοντας όνειρα για το μέλλον μέχρι που μας έπαιρνε ο ύπνος. Και την επόμενη μέρα ξανά τα ίδια. Δεν ένιωσα στιγμή μοναξιά, γιατί είχα εκείνον κι ήξερα ότι οποιαδήποτε στιγμή και να τον χρειαστώ θα είναι δίπλα μου με τον δικό του τρόπο.

Εδώ υπάρχουν τόσα ζευγάρια που μένουν μαζί, ρουτινιάζουν κι έπειτα σαν ξένοι συμβιβάζονται χωρίς να ξέρουν αν είναι συνήθεια, αγάπη ή φόβος να μείνουν μόνοι. Ενώ, μπορεί να ήμουν μόνη, μα ένιωθα πλήρης. Σίγουρα, ερχόντουσαν κι εκείνες οι στιγμές –συνήθως τα βράδια– που ήθελα μια αγκαλιά, ένα φιλί κι εκεί έδινα τη δική μου μάχη. Δεν ήθελα να δείχνω στον άνθρωπό μου πόσο στεναχωριέμαι και μου λείπει -κι ας ήξερα ότι διάβαζε ό,τι δεν έλεγα.

Η χαρά που ένιωθα όταν τον έβλεπα μετά από τόσο καιρό δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσαμε ότι άξιζαν οι ατέλειωτες ώρες στο τηλέφωνο, η αναμονή , τα χιλιόμετρα , τα σχέδια ακόμα και τα κλάματα. Έλεγα πως θα το ξαναέκανα, θα το ξαναπερνούσα όλο αυτό και το εννοούσα, αλλά με τον καιρό γινόταν όλο και πιο δύσκολο για μένα.

Μέχρι που άρχισα να κλείνομαι στον εαυτό μου και να μην αφήνω χώρο στον άλλο για να έρθει δίπλα μου. Πιανόμουν απ’ το τίποτα και το έκανα αιτία τσακωμού.  Φοβόμουν  ότι θα φθαρεί η σχέση μας και θα φτάσουμε το σημείο να μην έχουμε όρεξη να μιλάμε.

Και κάπως έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, τέλειωσε όλο αυτό. Φέρθηκα κι εγώ δειλά, δεν έδωσα μια δεύτερη ευκαιρία σε κάτι που μου έδινε δύναμη. Άφησα τα χιλιόμετρα να μπουν ανάμεσά μας και να ανατρέψουν όλα αυτά που πίστευα μέχρι τότε.

Αν ερχόταν κάποιος και με ρωτούσε αν το μετάνιωσα θα απαντούσα «ναι» , αν θα το ξαναέκανα; Σίγουρα. Γιατί μπορεί να το άφησα στο τέλος να με νικήσει, αλλά τουλάχιστον είχα τα κότσια να μην τα παρατήσω πριν τη μάχη.

 

Συντάκτης: Βαλέρια Μπόκια
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη