Και περνάνε τα χρόνια. Κι οι άνθρωποι μεγαλώνουν κι αλλάζουν, το ίδιο κι οι συνήθειές τους . Έτσι προσπαθώ κι εγώ. Κάθομαι και με κοιτάζω από μια γωνιά. Δεν είμαι πλέον το ίδιο κοριτσάκι που είχε πολλά όνειρα και φιλοδοξίες.

Μεγαλώνω και φοβάμαι να κάνω όνειρα και να σκεφτώ για το μέλλον. Μου φαίνεται τόσο μακρινό κι αβέβαιο. Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Φοβάμαι να δεθώ με τους ανθρώπους γιατί κουράζονται και φεύγουν. Και εγώ μένω εκεί. Τους περιμένω μήπως και γυρίσουν. Δε γυρνάνε, όμως. Έχουν βρει καινούργιες ασχολίες και νέους ανθρώπους για να περνάνε την ώρα τους.

Και γυρνάνε συνεχώς οι δείκτες. Κάθομαι και κάνω τον απολογισμό μου∙ τι έμαθα αυτή τη χρόνια; Βελτιώθηκα ως άνθρωπος; Ποιοι ήταν δίπλα μου και με στήριξαν; Ποιοι ήταν εκείνοι που το έβαλαν στα πόδια με την πρώτη ευκαιρία; Και κάθε χρόνο ο κύκλος μου στενεύει. Από εκεί που στα γενέθλιά μου δεν προλάβαινα να κλείσω το τηλέφωνο, τώρα δε χτυπάει καν. Πού πήγαν όλοι; Πώς γίνεται άνθρωποι που μου έλεγαν «σ’ αγαπάω» και τους απαντούσα «εγώ πιο πολύ» να έχουν γίνει πλέον γνωστοί μου; Τι θα γίνει αν τους συναντήσω στο δρόμο τυχαία αυτούς τους  γνωστούς πια απ’ τα παλιά; Ίσως να γυρίσουμε τα κεφάλια μας αγνοώντας ο ένας τον άλλο για να μη χαιρετηθούμε καν. Ίσως και να ‘ναι καλύτερα έτσι.

Και φεύγει ο καιρός. Μεγαλώνω όλο και περισσότερο. Κι η κοινωνία με αναγκάζει να αναλάβω ευθύνες. Και μέχρι τότε ευθύνες για μένα ήταν να τακτοποιήσω το δωμάτιό μου για να με αφήσουν να πάω βόλτα. Και τρώω πολλές σφαλιάρες απ’ τη ζωή μέχρι να συνηθίσω τον πόνο και να γίνω, τελικά, υπεύθυνο άτομο. Κι όλα αυτά γιατί; Για να καταλήξω σε μια δουλειά που κατά πάσα πιθανότητα δε θα μ’ αρέσει. Για να εντυπωσιάσω ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για μένα παρά μόνο για τη δουλειά που προσφέρω. Μήπως, τελικά, θα έπρεπε να με νοιάζει να εντυπωσιάσω τον εαυτό μου και να γίνω καλύτερη μόνο για μένα;

Κι οι μέρες τρέχουν. Ερωτήματα κατακλύζουν το κεφάλι μου. Αναπολώ τα παλιά χρόνια, εκείνα τα ανέμελα, τότε που και τα λάθη μου επιτρέπονταν, τότε που ο μεγαλύτερος πόνος που ένιωθα ήταν όταν έπεφτα και χτυπούσα το γόνατό μου. Μα γιατί λαχταρούσα τόσο να μεγαλώσω; Πού είναι όλα αυτά τα προνόμια που περίμενα ότι θα έχω μεγαλώνοντας; Πώς η σοβαρότητα κι η υπευθυνότητα θα αντικαταστήσουν την αθωότητα και την ανεμελιά μου; Τελικά, είναι δύσκολο να γίνεις ενήλικας της παιδικότητάς σου.

Και περνάνε τα χρόνια. Όσο μεγαλώνω μαθαίνω να μην τα παρατάω εύκολα, να μην αφήνω κανέναν να εμποδίζει τα όνειρά μου, κανείς να μη με μειώνει. Να προσπαθώ για όσα λαχταρώ. Οι αρνητικοί άνθρωποι δεν έχουν θέση στη ζωή μου ούτε εγώ στη δική τους. Βλέπω διαφορετικά τα πράγματα πλέον, πιο ώριμα. Νοιάζομαι όσους με νοιάζονται. Δεν έχω χρόνο να ξοδεύω για άτομα που δεν τον αξίζουν.

Συναντάω τυχαία αυτούς τους γνωστούς απ’ τα παλιά. Με χαιρετάνε πλέον και μου λένε πως έχω αλλάξει. Τους κοιτάζω και χαμογελάω. Δεν απαντάω. Πάω σπίτι και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Χαμογελάω ξανά, σε μένα αυτή τη φορά. Ναι, είχαν δίκιο, άλλαξα. Τελικά, κατάφερα να γίνω κι εγώ ενήλικας ισορροπώντας ανάμεσα στην ωριμότητα και την παιδικότητά μου.

Συντάκτης: Βαλέρια Μπόκια
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη