Δε θα απαλλαγείς εύκολα από μένα. Το ξέρεις κι εσύ. Γιατί υπάρχω μέσα σου. Υπάρχω σε κάθε κύτταρο του σώματός σου. Έχεις εθιστεί σε μένα. Υπάρχω ως ιδέα, αλλά και στην πράξη.

Όταν σε γνώρισα, όποτε βρισκόμασταν –σπάνια, δηλαδή– κάναμε καλή παρέα. Τα μυαλά μας ήταν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Και ξέρεις, το να ερωτοτροπείς με το μυαλό είναι το ισχυρότερο αφροδισιακό του κόσμου.

Δεν έπρεπε να με θέλεις. Για όσους λόγους υπήρχαν. Ούτε εγώ εσένα. Οι περιστάσεις μας έφεραν κοντά. Χωρίς δεσμούς και σχέσεις αμφότεροι. Τυπικοί κι οι δύο, δύο καλοί φίλοι με ηφαίστεια μέσα τους. Η έλξη που μου προκαλούσες ήταν απίστευτη. Η τόση χημεία μεταξύ μας άρχισε να μας ωθεί στο να θέλουμε να περνάμε περισσότερο χρόνο μαζί. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το ότι δε χρειαζόταν να πούμε λέξη, έκανε την κατάσταση μέσα μας πιο έντονη.

Έλα, πες την αλήθεια, με είχες ανάγκη. Κι εγώ το απολάμβανα. Είχες εθιστεί σε μένα! Σε τρέλαινε όλο αυτό. Κι όσο προκαλούσα το μυαλό σου κι όλο το είναι σου, χαιρόμουν να σε βλέπω να παθιάζεσαι μαζί μου. Μου άρεσε να σε βλέπω να σπας και να λυγίζεις από έναν έρωτα που δεν είχε καν αρχίσει. Το πολύ απαγορευμένο ξενερώνει. Το ελάχιστα απαγορευμένο, όμως, ανάβει φωτιές.

Κι έτσι, βγήκες εκτός ορίων. Κάποια στιγμή δεν άντεξες να υπακούς στους κοινωνικούς φραγμούς. Εκδήλωσες όλα όσα καταπίεζες. Πήρες τα χέρια μου και με ακινητοποίησες. Σαν ηφαίστειο που ενεργοποιήθηκε. Αιχμάλωτη ήμουν κι εγώ, όπως αιχμαλώτισα το μυαλό σου εδώ και καιρό.

Σε είχα, γιατί κατείχα τα πάντα σου. Γιατί έπαψες να έχεις ίχνος εγωισμού καθώς προέβαλλα μπροστά σου. Ήμουν τα πάντα σου. Σου έβγαλα ό,τι πιο έντονο είχες ποτέ μέσα σου. Πάθος, γέλια, θαυμασμός, κτητικότητα, αγάπη, έρωτας, δάκρυα, χαρά, όλα στον μέγιστο βαθμό. Ζούσα. Ζούσες. Τα πιο απλά πράγματα φάνταζαν μεγάλα. Μια ταινία στον καναπέ, μια βόλτα στα δικά σου μέρη, μια συζήτηση για τα τεκταινόμενα, ένα δείπνο που μαγειρεύτηκε, το χέρι σου να κρατά το δικό μου, το σώμα σου δίπλα στο δικό μου, τα μάτια σου να κοιτούν τα δικά μου.

Ο τρόπος που έλεγες το όνομά μου, ο τρόπος που προφέρεις το λάμδα, ο τρόπος που περπατάς, όταν χάνομαι στην αγκαλιά σου, όταν βλέπω τον εαυτό μου στα μάτια σου, ο τρόπος που με θαυμάζεις, που με κάνεις να νιώθω τόσο ανέμελη. Θαύμαζα αυτό που ήσουν. Αυτά που έχεις κάνει στη ζωή σου. Αυτό που είσαι. Ήσουν ο ένας, αυτός που μου είχε πατήσει όλα τα κουμπιά κι ας μη στο είχα δείξει εξ αρχής.

Σου έβαλα χειροπέδες στο μυαλό και στην καρδιά, δέθηκες σφιχτά με τη θέλησή σου. Κι εγώ, αυτή που σε έφερε στα άκρα. Αγάπη στα άκρα.

Το πάθος είναι για δυνατούς παίκτες. Παρασύρει, σε πάει σε μονοπάτια άγνωστα. Όταν όμως το ζήσεις, δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω. Ακολουθείς το μονοπάτι κι ας ξέρεις ότι κάποιες φορές σε φθείρει. Κλείνεις τα μάτια, κλείνω τα μάτια. Το αεράκι φυσά απαλά και φέρνει μια ανάμνηση απ’ το «μαζί». Ένα δάκρυ, μια υπόσχεση. Το πρώτο αεροπλάνο με φέρνει εκεί, μαζί σου, δίπλα σου. Ο κόσμος μου, εσύ. Ο κόσμος σου, εγώ!

Συντάκτης: Βάγια-Γιούλη Κιτσικούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη