Στα φιλαράκια που πήρε ο αέρας. Στα κολλητάρια που έγιναν καπνός. Ξαφνικά. Με έναν αλλοπρόσαλλο λόγο. Και ξέρεις, το «ξαφνικά» πονάει πιο πολύ, γιατί είναι αναπάντεχο. Γιατί σε πιάνει στον ύπνο, πώς το λένε. Είναι σαν να βρίσκεσαι σε ένα πάρτι, χορεύεις γελάς, ζεις τη στιγμή και τότε είναι που σου ‘ρχεται μια μαχαιριά. Απότομα σταματά η μουσική κι όλα γύρω σου γκριζάρουν. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή που ήσουν μες στη χαρά, την ηρεμία και την ανεμελιά.

Σκρολάροντας παλιές φωτογραφίες στον υπολογιστή, σταμάτησα σε μία που είσαι εσύ σε μία απ’ τις εξόδους μας κι απ’ τα μάτια μου πέρασαν χιλιάδες στιγμές. Τόσο μικρές και καθημερινές, αλλά και τόσο μεγάλες. Είναι αυτές οι καθημερινές γλυκές αναμνήσεις που με το πέρασμα του χρόνου γίνονται μεγάλες κι έντονες. Είναι αυτές οι αναμνήσεις που κοιτώντας μία ξεχασμένη φωτογραφία σε γυρνάνε πίσω και ζεις ξανά τις στιγμές σαν να παίζεις σε ταινία. Και νιώθεις πραγματικά περίεργα που ξέρεις ότι δε θα τις ξαναζήσεις. Γιατί ίσως από ‘κει και πέρα σε κέρδισε η επιφυλακτικότητα.

Θυμάμαι τις στιγμές που ό,τι θέλαμε να πούμε το λέγαμε με τα μάτια, γιατί βρισκόμασταν έξω και δε θέλαμε να ακούσει κανείς αυτό που θα πούμε; Τηλεπάθεια; Ή μήπως γνωρίζαμε τόσο καλά η μία την άλλη που δε χρειαζόταν λόγια για να επικοινωνήσουμε; Αδερφές ψυχές. Η αδερφή που δεν είχα. Εσύ. Ήμασταν εμείς ενωμένες «ενάντια» σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Μία ομάδα. Ένα άτομο να μ’ αγαπά και να με υποστηρίζει. Τόσο διαφορετικές, αλλά και τόσο αγαπημένες.

Μου έλειψαν τα γέλια μας, τα δικά μας αστεία. Μου έλειψε πολύ να έχω μία αδερφή. Και δόθηκα τόσο πολύ σ’ αυτή τη φιλία που απ’ τη στιγμή που τη διακόψαμε, έχτισα ένα πελώριο τείχος ώστε δεν υπήρχε περίπτωση καμία άλλη να θεωρηθεί κολλητή μου. Λένε ότι η ερωτική απογοήτευση είναι ένας μικρός θάνατος. Εγώ θα ‘λεγα ότι δεν είναι μόνο ο έρωτας. Μικρός θάνατος είναι κι όταν πρέπει να αποχωριστείς την καρδιακή σου φίλη.

Ίσως η σύγκριση αυτή έγκειται στην ομοιότητα των πρώτων συμπτωμάτων. Αρνείσαι αρχικά να δεχτείς ότι ένα κομμάτι σου θα συνεχίσει να ζει μακριά σου. Μετά έρχονται τα δύσκολα. Περνάς από ένα μαύρο συννεφάκι. Μετά χτίζεις το τείχος που λέγαμε. Και μετά, συνεχίζεις τη ζωή σου χωρίς να σκέφτεσαι το παρελθόν. Μέχρι τη στιγμή που θα δεις τις φωτογραφίες σας. Σου λείπει αυτό το «δύο εναντίον όλων» που λέγατε!

Σε πλήγωσε κάτι –εντελώς αθώο για μένα– όπως μου ‘πες. Ποτέ δεν ήρθες να μου εξηγήσεις. Ποτέ δεν ξαναμιλήσαμε. Κι εγώ κράτησα την αξιοπρέπειά μου. Πάντα το ‘χα αυτό το «κακό». Θέλοντας να είμαι αξιοπρεπής έφευγα στην πρώτη απόρριψη. Σε πήρα τηλέφωνο, δε μου μίλησες και μετά τέλος.

Ξέρεις, όταν νοιάζεσαι να μη χάσεις μία σχέση σημαντική για σένα –είτε είναι φιλική, είτε ερωτική, είτε συγγενική– δε χρειάζεται να κρατάς τόση αξιοπρέπεια. Πήγαινε κι απαίτησε εξηγήσεις. Πήγαινε κι απαίτησε συζητήσεις, να σου πει τι έχει μέσα του ο άλλος και να του πεις κι εσύ.

Σε έβλεπα συχνά στο δρόμο. Δύο ξένες που είχαν τόσα να πουν. «Είχαν»! Δεν έχουν πλέον. Γιατί εσύ το επέλεξες. Πάντα σκεφτόμουν ότι κάποια στιγμή ένα απ’ τα πράγματα που θα ‘θελα να κάνω στη ζωή μου είναι να ξαναρχόμουν σπίτι σου απλώς για να μιλήσουμε, να ξεκαθαρίσουμε.

Στις κλήσεις που δεν έγιναν, στις κουβέντες που δεν ειπώθηκαν και στις τόσο υπέροχες αναμνήσεις που μου άφησε μία τόσο μοναδική φιλία∙ εύχομαι να ‘σαι καλά.

Συντάκτης: Βάγια-Γιούλη Κιτσικούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη