Φώτα –πολλά φώτα– και κόσμος· πολύς, διαφορετικός και συχνά τόσο θορυβώδης όσο ο χώρος που τον φιλοξενεί. Φωνές, συνομιλίες, μισές συζητήσεις που πιάνει το αφτί σου μια στην αρχή, μια στη μέση και μια στο τέλος και γέλια. Αυτοκίνητα που περνούν δίπλα σου, μηχανάκια που τα προσπερνούν και χάνονται, παίρνοντας μαζί και τη φασαριόζικη μηχανή τους. Τακούνια προσπαθούν να επιβάλλουν τον ήχο τους στο πεζοδρόμιο, μα δεν ακούγεται και τόσο ο χτύπος τους. Καλύπτεται από λέξεις, από μουσικές, από κορναρίσματα, από φωνές. Δεν ακούς πολλά μέσα σε τόσους ήχους. Ακούς, όμως, τον παλμό της πόλης κι αυτόν ή τον λατρεύεις ή τον μισείς.

Αθήνα τη νύχτα. Μικρός απόκοσμος και γεμάτος μυστήριο οικισμός που μας προσφέρει περιπέτειες, δυνατότητες κι ευκαιρίες. Ναι, ευκαιρίες. Ευκαιρίες να γνωρίσεις το άλλο σου μισό μέσα σε τόσους αγνώστους, ευκαιρίες να δημιουργήσεις μια αξέχαστη βραδιά με παλιούς φίλους ή νέες παρέες, ευκαιρίες να βρεις –εντελώς τυχαία– εκείνο το μέρος τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που θα σε κάνει να νιώσεις πως εκεί ακριβώς έπρεπε να βρισκόσουν αυτό το λεπτό. Το κέντρο είναι από μόνο του μια περιπέτεια κι οι περιπέτειες έχουν σασπένς, έχουν αδρεναλίνη, έχουν γούστο.

Δε φαντάζεσαι ότι καθώς εσύ προσπαθείς να κόψεις δρόμο πηγαίνοντας στο μπαράκι που είναι η παρέα σου, θα στρίψεις σε κάποιο σκοτεινό στενό και θα πέσεις πάνω σ’ ένα ζευγάρι που θα φιλιέται παθιασμένα κι ενώ θα νιώθεις πως τους κάνεις λίγο χαλάστρα, εκείνοι ίσως και να μη σε προσέξουν και ποτέ. Κι όταν φτάσεις σε εκείνο το μπαρ θα πασχίσεις να βρεις τους φίλους σου μέσα στον συνωστισμό, θα προσπαθείς να τους καλέσεις, μα δε θα ακούς τίποτα και δε θα σ’ ακούν κι οι άλλοι. Θα ανταλλάξετε ένα-δυο μηνύματα και κάποιος θα έρθει να σε μαζέψει. Δεν ξέρεις πότε θα μπλέξεις σε κάτι αλλόκοτο, όπως το να σε πλησιάσει ξημερώματα άγνωστος τύπος που δε μιλάει καν τη γλώσσα σου για να σου πιάσει κουβέντα μέσα στη σούρα και τη μοναξιά του.

Ένας μικρός, αξιολάτρευτος χαμός. Μια φασαρία του χώρου που σε περιβάλλει και σε κάνει να διασκεδάζεις, γιατί αυτό είναι η νυχτερινή Αθήνα. Αυτό είναι το κέντρο το βράδυ. Διασκέδαση, ξενύχτι, χορός, μουσική και θόρυβος -ευχάριστος θόρυβος. Θα πετύχεις φοιτητές κι έφηβους. Θα πέσεις πάνω σε τριαντάρηδες ή και μεγαλύτερες ηλικίες ανάλογα το πού θα επιλέξεις να βγεις, γιατί κάθε ηλικία έχει τη γωνιά της στο κέντρο. Κάθε ύφος, κάθε στιλ, κάθε άποψη έχει μια θέση στη νυχτερινή Αθήνα. Για όλους υπάρχει χώρος, όμως, η καλύτερη στιγμή είναι πάντα εκείνη που όλα αυτά τα τόσο ετερόκλητα πρόσωπα θα γίνουν ένα. Μπορεί να είναι σε κάποιο μπαρ, ή σε ένα αφτεράδικο, μπορεί να γίνει και σε μια καντίνα για βρόμικο λίγο πριν ξημερώσει.

Ό,τι κι αν γουστάρεις να κάνεις απ’ το να πιεις μπίρες ή ρακόμελα μέχρι κοκτέιλ, να ακούσεις ροκ, τζαζ, house ή ρεμπέτικα, το κέντρο θα στο προσφέρει. Θα σου δώσει ό,τι έχεις όρεξη και κάτι παραπάνω. Θα σου προσφέρει χαρά κι αποδοχή. Δεν ξέρω αν είναι ο ρυθμός της πόλης αυτός, δεν ξέρω αν είναι η ίδια η νύχτα, αλλά η διαφορετικότητα κι η τόλμη αποκτούν τη θέση που τους αξίζει και που ο καθωσπρεπισμός με τα ταμπού του μας τα στερούν τη μέρα. Στο κέντρο το βράδυ έχουν όλοι ίσο μερίδιο κι αυτό το φέρνει πιο κοντά στην καρδιά μας.

Το αγαπάμε το κέντρο τη νύχτα γιατί μας φυλάει εκπλήξεις, συγκινήσεις, τρέλα και χαμόγελα. Είναι διασκέδαση, αλλά είναι και πόλος έλξης. Ένα σημείο συνάντησης για όλους, ένα εύκολα προσβάσιμο μέρος που έχει να πει πολλά. Λαμπερό και θορυβώδες στα πιο κομβικά του σημεία, μα συνάμα σκοτεινό και σιωπηλό λίγα μέτρα πιο κάτω. Το κέντρο έχει συλλέξει τις πιο όμορφες αντιθέσεις και στις δίνει στο πιάτο για να επιλέξεις εσύ τι θες, τι ποθείς, τι αναζητάς απόψε ή κάθε ένα απ’ τα βράδια που θα έρθουν. Μπορείς να διαλέξεις ό,τι θες ή κι όλα. Μπορείς να το περπατήσεις απ’ τη μια άκρη ως την άλλη ή να εκμεταλλευτείς την παρατεταμένη λειτουργία των μέσων μαζικής μεταφοράς και να κερδίσεις χρόνο ώστε να βρεθείς εντός λίγων λεπτών απ’ το χαλαρό ποτό στο Κολωνάκι στο Γκάζι για clubbing.

Το κέντρο της Αθήνας τη νύχτα το αγαπάμε γιατί σημαίνει αμέτρητες επιλογές κι ατελείωτες πιθανότητες. Το αγαπάμε γιατί έχει αυτόν τον αέρα του κοσμικού μα και του καλτ την ίδια στιγμή. Δε χρειάζεται να κάνεις κάτι παρά μόνο να στρέψεις το βλέμμα σου ή να προχωρήσεις λίγα βήματα προς μιαν άλλη κατεύθυνση. Ίσως αυτή η μαγεία της νυχτερινής Αθήνας να θυμίζει το τρενάκι του λούνα-παρκ. Όσο είσαι μικρός ηλικιακά σε ενθουσιάζει και σε φοβίζει ταυτόχρονα. Ύστερα κρατάς τον ενθουσιασμό ακόμα κι αν μεγαλώνοντας καμιά φορά ξεχνάς πόσο ωραία υπήρξε η βόλτα. Μέχρι την επόμενη βόλτα που θα κάνεις, δηλαδή.

Βλέπεις, αν ερωτεύτηκες κάποια στιγμή το κέντρο, η καψούρα δεν έφυγε ποτέ πραγματικά. Είναι εκεί και περιμένει να την πιάσεις πάλι από εκεί που την άφησες.

 

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη