Ήρθαν και μου είπαν ότι μιλάς για μένα. Με ρώτησαν αν είμαι καλά κι αν μου συμβαίνει κάτι, γιατί αλλιώς τους τα μετέφερες. Δε θα πω ψέματα, λίγο το περίμενα πως αργά ή γρήγορα αυτό θα συνέβαινε. Αν ένας άνθρωπος ανοίγει το στόμα του μόνο για να κακολογήσει, τότε δεν περιμένεις να κάνει κάτι διαφορετικό και για σένα. Λίγο-πολύ, περίμενα ακριβώς αυτό. Να χτυπήσει μια μέρα το τηλέφωνο και να ακούσω πως με θάβεις. Περίμενα να μου μεταφέρουν πως κάτι είπες -αρνητικό εννοείται, μόνο αρνητικά ξέρεις να λες.

Μου είπαν, λοιπόν, πως με θεωρείς αφελή επειδή δεν μπήκα στη διαδικασία να συγκρουστώ μαζί σου όταν με πρόσβαλες κι έτσι πήρες κι άλλο θάρρος. Θεωρείς πως δεν είμαι αρκετά ικανή. Στο μυαλό σου είμαι μάλλον κάτι το οποίο μπορείς να μειώσεις και να προσβάλεις, μα αν ήμουν τόσο μικρή στα μάτια σου δεν καταλαβαίνω τι ευχαρίστηση αντλείς απ’ το να ασχολείσαι μαζί μου. Ειλικρινά, αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί κάποιος σαν εσένα, που θεωρεί τον εαυτό του τέλειο, μπαίνει στη διαδικασία να αναλώνει τον χρόνο του με κάποιον που έχει κατηγοριοποιήσει ως υποδεέστερο.

Ως τι με κρίνεις, αλήθεια; Ποιος σε όρισε κριτή και με ποια κριτήρια; Θαρρείς πως είσαι αλάθητος; Μήπως πραγματικά πιστεύεις πως έχεις κάθε ικανότητα κι ελευθερία για να κουνάς τον δείκτη ερήμην μου και να στάζεις χολή και δηλητήριο; Απ’ τη γλώσσα σου μόνο κακίες ξέρουν να εκφέρονται, γιατί το μυαλό σου μόνο αυτές έμαθε να παράγει, αλλά αυτό δε σε δικαιολογεί, το ακριβώς αντίθετο. Σε στήνει στον τοίχο, μα είσαι τόσο αλαζόνας και κοντόφθαλμος που ούτε που το καταλαβαίνεις. Πρόσεχε μόνο μη δαγκωθείς γιατί τη δηλητηρίαση, δεν τη γλυτώνεις∙ έτσι δε λέγαμε όταν ήμασταν παιδιά; Κάπως ανάλογα πρέπει να απαντήσω την ανωριμότητά σου.

Μάλλον έχασες ένα πολύ σημαντικό μάθημα καθώς ενηλικιωνόσουν. Αν κάποιον τον θεωρούμε λιγότερο ικανό δεν τον κάνουμε τον αποδιοπομπαίο τράγο ή τον παλιάτσο στο τσίρκο του μυαλού μας για να νιώθουμε εμείς καλύτερα στον μικρόκοσμό μας. Αν κάποιος βρίσκεται υπό την ταμπέλα του λιγότερου ικανού –που αυθαίρετα του τη φορέσαμε–, τότε ο ικανότερος επιφορτίζεται το βάρος της βοήθειας και της υποστήριξης. Οτιδήποτε άλλο είναι πηγαία κακία και μισανθρωπία. Κάτι δε σου έμαθαν σωστά ή έχεις κάποια αλλεργία στα αισθήματα, γι’ αυτό και δεν παράγεις.

Αφού είσαι τόσο τρανός όσο διατείνεσαι, γιατί μιλάς άσχημα για όλους και τους επικρίνεις; Γιατί έχεις ανάγκη να λασπολογείς και να αναπαράγεις σπέκουλα για να επιβιώσεις; Ούτε κι εσύ ξέρεις γιατί πραγματικά το κάνεις. Λίγο από συνήθεια, λίγο από μικροψυχία, λίγο γιατί έτσι ξέρεις να κοινωνικοποιείσαι και πολύ γιατί, τελικά, δεν είσαι και τόσο σπουδαίος και βαθιά μέσα σου το ξέρεις.

Γνωρίζεις πως ο μόνος τρόπος να νιώσεις εσύ καλά στο πετσί σου είναι μειώνοντας τους άλλους. Δεν έμαθες ότι οι άνθρωποι κάνουμε πρώτα την αυτοκριτική μας κι όπου υστερούμε προσπαθούμε να βελτιωθούμε. Στο μικρό μυαλό σου, είπες κάποτε «εγώ έτσι είμαι και σ’ όποιον αρέσω» και δε βελτιώθηκες ποτέ, μα τώρα αν σε γνώριζε κανείς ως το μεδούλι θα έψαχνε πολύ βαθιά μπας και βρει κάτι καλό εκεί μέσα. Την αγάπη τι την έκανες;  Ίσως δεν αγάπησες ποτέ εσένα, μονάχα το υποκρίθηκες για να πείσεις τους άλλους και τελικά τους μίσησες κι αυτούς κι ό,τι σε περιβάλλει.

Δεν ξέρω αν με πειράζει περισσότερο το ότι με θάβεις ή το ότι νομίζεις πως δεν κάνεις κάτι κακό. Μάλλον το δεύτερο γιατί αυτές οι διαστρεβλωμένες αντιλήψεις του καλού κι ηθικού μου προκαλούν κάτι μεταξύ απέχθειας και φόβου. Είναι που πιστεύω πως όταν κάποιος αδυνατεί να αντιληφθεί πως πράττει κάτι ανήθικο, κάτι το μεμπτό κατά κοινή ομολογία, είναι ένας δυνητικά επικίνδυνος άνθρωπος. Ίσως να σε συμπονούσα αν δεν κοίταζες να βλάψεις ανθρώπους που δε σε ενόχλησαν, γιατί είναι άσχημο να ζεις με αυταπάτες. Ίσως πάλι κι όχι γιατί ήταν επιλογή σου.

Θα σεβόμουν την άποψή σου αν τουλάχιστον είχες τα κότσια να μιλήσεις σε εμένα για εμένα, όμως αυτό –ομοίως με την αυτοκριτική– απαιτεί κότσια, που καθώς φαίνεται δε διαθέτεις. Συνέχισε, λοιπόν, να κάνεις αυτό που κάνεις καλύτερα. Θάψε εμένα κι όποιον άλλο θες, μα μην ξεχνάς πως θάβοντας κάποιον λερώνεσαι κι εσύ κι όταν το κάνεις συστηματικά, μάλλον οι άλλοι βγαίνουν αλώβητοι κι η ρετσινιά μένει σε σένα.

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη