«Καλημέρα», ανοίγεις το μάτι και στέλνεις. Είναι αυτό το ωραίο συναίσθημα που ξυπνάς με τη σκέψη του άλλου, τρως μ’ αυτή, αναπνέεις, ζεις, ονειρεύεσαι, κοιμάσαι. Και περιμένεις μια καλημέρα κι εσύ και περιμένεις, και συνεχίζει να σε τρώει το δάχτυλο να στείλεις ξανά, αλλά όχι, κρατάς χαρακτήρα, μέχρι που το πρωί γίνεται μεσημέρι και το μεσημέρι απόγευμα, κι οι ώρες περνούν σαν να έχεις αλλάξει μια δεκαετία αναμονής.

Τότε, λοιπόν, που πρέπει να γίνει το μπαμ, εσύ γίνεσαι εκείνο το άμοιρο, κλαψιάρικο, γκρινιάρικο πλάσμα που αναζητά λίγα ψίχουλα προσοχής, ένα «γεια», μια φατσούλα, ένα like, βρε παιδί μου, άντε έστω να δει την ιστορία που ανέβασες για να χαρείς κι εσύ. Μα αντί γι’ αυτά παίρνεις (όχι, όχι μην αισχρολογείς) αδιαφορία (αυτό θα έλεγα, μην προτρέχεις), αδιαφορία στυγνή κι αλύπητη.

Γιατί είναι ντόμπρο ο άλλος να γίνεται ξεκάθαρος μέσα απ’ αυτή. Έτσι τους είπαν, φίλε μου, ότι ειλικρίνεια σημαίνει σε γράφω κανονικά και με το νόμο μέχρι να καταλάβεις ότι δε γουστάρει άλλο το παραμύθι σας. Ειλικρίνεια για αυτούς ίσον υποτίμηση της προσωπικότητας του άλλου και των συναισθημάτων του, μέχρι να πιάσει πάτο, να τον σκουπίσει, να γίνει ζήτουλας έως ότου καταλάβει ότι δεν παίζει ούτε βλεφάρισμα απ’ την απέναντι όχθη.

Όχι γιατί δεν τ’ αξίζεις, ούτε γιατί έκανες κάτι λάθος, αλλά γιατί η καύλα τελείωσε κι ας είναι ό,τι χειρότερο να βλέπεις με τα μάτια σου τον άλλο να σε αγνοεί. Κι ας κάνεις σενάρια χειρότερα κι απ’ του Φώσκολου στο μυαλό σου τι έφταιξε και το στοπ δε λέει να πατηθεί για να μην παίζει άλλο η ρημάδα η ταινία στο κεφάλι σου. Αδιαφορία ίσον σωστός τρόπος αντιμετώπισης του διώχνω ό,τι μου τελειώνει, τέλος, αποδέξου το. Έτσι τους είπαν, έτσι κάνουν.

Κι όταν το γράψιμο χτυπάει κόκκινο κι η απάντηση είναι μηδενική σε όλα, λες κι ένα «δε γαμιέται, κλαίω, χτυπιέμαι, πίνω», η θλίψη μεταμορφώνεται σε άνθρωπο, παραμιλάς στον καθρέπτη, σε καταβάλει όλη αυτή η αδιαφορία που εισέπραξες κι η λέξη «απελπισία» πηγάζει από κάθε κύτταρό σου, αλλά τουλάχιστον δε σε βλέπει. Όταν όμως είσαι εκεί μπροστά να κοιτάς τον άλλο στα μάτια και ν’ αντικρίζεις το παγόβουνο, τότε τι γίνεται; Τότε που σε κατακλύζουν όλα αυτά τα συναισθήματα του θυμού κι όλα τα «γιατί;».

Δε νίπτω τας χείρας μου, το ‘χω κάνει γιατί πιέστηκα, γιατί ο άλλος δεν καταλάβαινε, αλλά μου γύρισε. Όλα γυρνάνε, ρόδα είναι. Δεν είμαστε ντουβάρια οι άνθρωποι. Είμαστε όντα φτιαγμένα να νιώθουμε κι αυτό το συναίσθημα δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να το διαχειριστεί εύκολα. Θέλει τρόπο, ρε γαμώτο.

Μη μείνεις κάπου που δε γουστάρεις, αλλά μη γαμήσεις τέρμα τον άλλο φεύγοντας. Δεν είναι εύκολο να γίνεσαι αναίσθητος, αλλά είναι ο πιο εύκολος δρόμος απ’ το να τον κοιτάξεις στα μάτια και να του το πεις. Ακόμα κι αν ήταν μια ξεπέτα μίας βραδιάς, βδομάδας, μήνα. Όλοι άνθρωποι είμαστε, ασχέτως επιλογών. Έχουμε δικαίωμα να ξέρουμε πότε κάτι τελειώνει.

Δεν είναι τα ερωτήματα που αφήνεις αναπάντητα, δεν είναι η σκληρότητα  και το γράψιμο που θα επουλώσει κάποιον πιο γρήγορα, είναι ότι έχουμε την ανάγκη να ξέρουμε πότε κάτι τελειώνει, κάνει πιο εύκολη τη διαδικασία της αποδοχής. Το ζητάει ο οργανισμός μας, η εγκεφαλική μας λειτουργία. Η λέξη «τέλος» έχει τέτοια δυναμική που μετά αυτή η γαμημένη επικείμενη αδιαφορία που μπορεί να συναντήσουμε ξανά έξω, θα είναι αποτέλεσμα του τέλους, μιας λογικής διαδικασίας κι όχι του παράλογου, «εξαφανίστηκα γιατί έτσι ξύπνησα κι εσύ άντε πνίξου».

Πες δυο-τρεις παπαριές και φύγε. Είναι κάτι απ’ το τίποτα. Είναι καλύτερο απ’ τη δειλία. Πραγματικά βρες το θάρρος και κοίτα τον άλλο στα μάτια για μια τελευταία φορά, αλλά μην τον αγνοείς. Προσβάλλεις τη νοημοσύνη, την ανθρώπινη υπόστασή του και τον εξωθείς να κάνει πράγματα που θα μπορούσαν να αποφθεχθούν, αν απλά φερόσουν σωστά για πέντε λεπτά, πέντε και τέρμα.

Δείτε το κάπως έτσι, γνωρίζοντας ότι απ’ τις περιπέτειές μας αφήνουμε όσο το δυνατόν μικρότερες πληγές, πιο επιφανειακές, βοηθάμε το κάρμα να μας επιστρέψει λιγότερες αρνητικές επιπτώσεις πίσω. Στο κάτω-κάτω, γιατί να θέλουμε να κάνουμε πράγματα τα οποία δε θέλουμε να μας κάνουν;

Ας κάνουμε μια αρχή για έναν λιγότερο εγωιστικό κόσμο και την επόμενη φορά που θα πάρουμε την απόφαση του τέλους, ας βρούμε το θάρρος κι αντί για ένα ηλίθιο μήνυμα του στιλ «θέλω να τελειώσουμε» χωρίς λόγο κι αφορμή, που λέει και η φίλη Νατάσα, ας ψάξουμε ένα πεντάλεπτο στον πολύτιμο χρόνο μας, να κοιτάξουμε τον άλλο στα μάτια και να του δώσουμε να καταλάβει ότι η δική μας ιστορία έλαβε τέλος. Δεν είναι ότι θα πονέσει λιγότερο, αλλά θα πονάει για κάτι που θα ξέρει.

 

Συντάκτης: Μαρία Κουρή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη