Ήξερα τι θα μου πεις. Το ένιωθα. Έψαχνες τρόπο να βγεις ατσαλάκωτος απ’ την πιο δύσκολη κι αμήχανη στιγμή μας. Πόσο ψεύτικο μοιάζει τώρα αυτό το «μας» αν σκεφτείς πως εσύ μόνο τον εαυτό σου υπολόγισες τελικά.

Δεν ανταλλάξαμε λόγια βαριά. Αυτό οφείλω να στο πιστώσω. Αντιθέτως, ήμασταν αξιοπρεπείς και πολιτισμένοι. Έριξες, όμως, τη βόμβα σου και γύρισες την πλάτη. «Τα λέμε», πέταξες κι έφυγες. Αυτό ακριβώς που φοβόμουν ότι θα ακούσω. Τόσο εύκολα με ξεφορτώθηκες. Πάγωσες εμένα κι έδωσες ανακούφιση στον δειλό κι υποκριτή εαυτό σου.

Φεύγοντας, όμως, ξέχασες να μου πεις τι εννοούσες μ’ αυτό. Μου χρωστάς μια εξήγηση. Θα τα ξαναπούμε, αλήθεια; Πότε; Ως τι θα τα πούμε; Ως δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ; Ως δυο άνθρωποι που μπορούν να μείνουν φίλοι; Γιατί να τα πούμε; Και στην τελική τι άλλο έχουμε να πούμε; Αλήθεια τώρα, δε βρήκες κάτι καλύτερο να πεις; Το επεξεργάστηκες καθόλου ή σου βγήκε αυθόρμητα; Να έλεγες απλά ένα «αντίο», αυτό δε σου πέρασε καθόλου απ’ το μυαλό;

Ξέρεις τι με πληγώνει πιο πολύ απ’ όλα; Το ότι ξέρουμε πολύ καλά κι οι δυο ότι δε θα τα ξαναπούμε. Γιατί λες πράγματα που δεν τα εννοείς. Ήταν ο τρόπος που με κοίταξες. Φώναζε αυτό που δεν ήθελες να ξεστομίσεις. Σε έμαθα πια. Διαβάζω καλύτερα το βλέμμα σου απ’ τα χείλη σου. Μ’ αρέσει που νόμιζες πως μπορείς να μου κρυφτείς. Αυτό ήταν το τέλος μας. Κι ας άφησες ανοιχτό το ενδεχόμενο. Τόσο γενικά κι αόριστα.

Αυτό το «τα λέμε» το μισώ γιατί είναι απ’ αυτές τις τυπικές φράσεις που λες απλά για να τις πεις, χωρίς καμιά δέσμευση. Πιο πολύ, όμως, το μισώ γιατί βγήκε απ’ τα δικά σου χείλη. Καλύτερα να μην το έλεγες καθόλου. Την αλήθεια σου ήθελα, όποια κι αν ήταν. Νόμιζα την δικαιούμουν. Ας αντιδρούσες, ας ξεσπούσες με κάποιο τρόπο, οποιοδήποτε. Χίλιες φορές να με έβριζες. Θα ήταν κάτι. Το ίδιο θα πονούσε μα θα ‘ταν τίμιο. Θα σου ‘λεγα μάλιστα κι ευχαριστώ για την ειλικρίνεια.

Να ‘ξερες μόνο πόσο πόνεσαν αυτές οι δυο, κατά τα άλλα ανώδυνες, λέξεις. Η χαριστική βολή. Με αυτό με σκότωσες. Και σκότωσες μαζί όλα όσα είχα μέσα μου για σένα. Τα διέλυσες με δυο μονάχα λέξεις. Μια φτηνή δικαιολογία. Έκανες πάλι το δικό σου, χωρίς να με σκεφτείς καθόλου.

Ξέσπασα. Με ‘πιασε το παράπονο. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε γίνει. Ποιος ήταν αυτός ο ξένος που είχα απέναντί μου, που μέχρι χτες ήταν ο άνθρωπός μου; Αυτός που νοιαζόταν πρώτα για μένα; Εκείνη τη νύχτα έκλαψα, τόσο που δεν έβγαινε άλλο νερό κι αλάτι πια. Το επόμενο πρωί ήμουν άλλος άνθρωπος. Με κλειστούς τους διακόπτες των συναισθημάτων μου. Κατάφερες να με κάνεις να νιώσω ό,τι κι εσύ. Το απόλυτο κενό.

Τελικά δεν είναι οι λέξεις που πληγώνουν, αλλά όλα αυτά που κρύβονται πίσω απ’ αυτές. Καμιά φορά τα νοήματα που θάβουμε πίσω απ’ τα λόγια μας είναι τόσο ηχηρά που χτυπούν κατευθείαν σ’ εκείνη την ευαίσθητη φλέβα της καρδιάς και πονάει, πονάει πολύ.

Ίσως κάποτε τελικά να τα ξαναπούμε. Όχι γιατί θα το επιδιώξουμε μα κάπου θα σε δω τυχαία. Αυτό ίσως πονέσει περισσότερο από καθετί άλλο γιατί θα έρθουμε αντιμέτωποι μ’ αυτό τον κρυφό πόθο που δεν το τολμήσαμε ποτέ τελικά. Αυτό, να τα ξαναπούμε.

Συντάκτης: Σταύρια Κωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη