Έτσι είναι οι έρωτες. Κάποιοι αντέχουν και κάποιοι τελειώνουν άδοξα, αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια. Λένε πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Όταν, όμως, οι πληγές είναι ακόμα νωπές, ο πόνος μοιάζει αβάστακτος. Και θες να το ζήσεις στην υπερβολή του, να το μοιραστείς μ’ έναν άνθρωπο δικό σου…

Οι γύρω θα σπεύσουν να πουν τα γνωστά: «Εγώ στα έλεγα, καλά να πάθεις» κι «Ήξερες πού έμπλεκες» ή «Δεν αξίζει, μη σκας». Ό,τι ακριβώς δε θες να ακούσεις, μα δεν τους λαμβάνεις υπόψη. Τι τους νοιάζει, άλλωστε; Λανθασμένες ή σωστές, οι επιλογές είναι δικές σου.

Υπάρχουν, όμως, κι αυτοί που είναι εκεί χωρίς καν να το ζητήσεις. Αυτοί οι φίλοι «βράχοι» που είναι πάντα δίπλα σου. Αθόρυβα, διακριτικά κι ουσιαστικά. Δε χρειάζεται να πείτε πολλά γιατί επικοινωνείτε με τα μάτια πια. Συγκοινωνούντα δοχεία. Δε σε παρεξηγούν, άλλωστε, γνωρίζουν κάθε αντίδρασή σου, κάθε κρυφή σου σκέψη. Μαζί σε όλα. Κι όταν νιώθεις πως έχει γκρεμιστεί ο κόσμος σου, όταν νιώθεις πως έχεις χάσει τον εαυτό σου, εκείνοι μαζεύουν τα κομμάτια σου και τα ενώνουν απ’ την αρχή. Είναι η ασφάλειά σου, η αγκαλιά που θες να χωθείς εκεί για πάντα.

Σε άφησαν να το ζήσεις, στήριξαν την επιλογή σου κι ας ήξεραν πως θα φας τα μούτρα σου. Δε σε κρίνουν, όμως, δε σου κάνουν υποδείξεις ούτε βάζουν χρονοδιαγράμματα στο «πένθος» σου. Γιατί, τι είναι ο χωρισμός; Ένας βίαιος αποχωρισμός, μια απώλεια που δεν είσαι σε θέση να διαχειριστείς.

Το περνούν μαζί σου, χωρίς να πιέζουν καταστάσεις. Σου δίνουν τον χρόνο σου να θρηνήσεις, να ξεσπάσεις κι ας έχουν ακούσει το παραλήρημά σου αμέτρητες φορές κι άλλες τόσες αν χρειαστεί, αναλύοντας  την κάθε κουβέντα ξανά και ξανά εκείνα τα ατέλειωτα βράδια στον καναπέ του σπιτιού σου.

Είναι αυτοί που έχουν στην τσάντα τους τα δεύτερα κλειδιά σου. Έρχονται με οικογενειακά παγωτά, πατατάκια και ποπ κορν, προμήθειες που θα φτάσουν για όλο το βράδυ, σε απασχολούν με μαραθώνιο επεισοδίων της αγαπημένης σου σειράς, λένε αστείες ιστορίες για να ξεχαστείς για λίγο, μπας και χαλαρώσεις και σου ξεφύγει κανένα χαμόγελο. Κι όταν πια το ξημέρωμα σε πάρει ο ύπνος, σε σκεπάζουν και κοιμούνται κι αυτοί κάπου εκεί δίπλα. Άλλοτε πάλι, όταν καταφέρουν επιτέλους να σε βγάλουν απ’ το σπίτι, καταλήγετε να τα πίνετε μέχρι το πρωί στα στέκια τα δικά σας. Όπως παλιά, συντροφιά με τραγούδια που είναι λες και γράφτηκαν για τη στιγμή.

Ακόμα κι όταν το συναίσθημα σε παρασύρει και θες να πάρεις ένα τηλέφωνο να ρωτήσεις όλα αυτά που τριγυρνάνε στο μυαλό σου, εκείνοι σε προστατεύουν απ’ τα πισωγυρίσματα. Γίνονται η φωνή της λογικής κι η αξιοπρέπειά σου. Είναι αυτοί που λαμβάνουν σε ανύποπτες στιγμές μηνύματα με άλλους αρχικούς παραλήπτες. Η δύναμη της συνήθειας, βλέπεις.

Ο χρόνος, όμως, απαλύνει τις πληγές. Κι όταν πια όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, όταν θα τα θυμάσαι και δε θα πονάς πια, θα σκέφτεσαι πως δεν είπες ποτέ ένα «ευχαριστώ». Μα αυτοί οι άνθρωποι είναι κάτι περισσότερο από φίλοι. Δεν περιμένουν  να ακούσουν από σένα διθυραμβικά λόγια γιατί ό,τι κάνουν είναι από καρδιάς. Κι όσο κι αν δεν πρέπει να θεωρούμε ανθρώπους δεδομένους στη ζωή μας, για κάποιους είμαστε απλά βέβαιοι πως δε θα κουραστούν ποτέ να νοιάζονται.

Γιατί έρωτες έρχονται, φεύγουν, μα οι φίλοι οι καρδιακοί μένουν για μια ζωή κι όσα επόμενα έρθουν θα τα βιώνουμε μαζί.

 

Συντάκτης: Σταύρια Κωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη