Όλοι έχουμε κάποιον φίλο ή έστω γνωστό που βγαίνει καταπληκτικές φωτογραφίες. Δεν είναι ότι μας κόβει την ανάσα με την ομορφιά του όποτε τον βλέπουμε, αλλά στις φωτογραφίες αναδεικνύονται τα χαρακτηριστικά του κι εκπέμπει μια λάμψη. Ειδικά τώρα που έχουν την τιμητική τους στα κοινωνικά δίκτυα, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, ανεβάζει συνεχώς καινούριες και τα likes πέφτουν βροχή.

Απ’ την άλλη πλευρά υπάρχουμε κι εμείς οι αδικημένοι. Χωρίς να είμαστε απαραιτήτως άσχημοι, ο φακός δε μας θέλει. Όσο κι αν προσπαθήσουμε να τον προσεγγίσουμε θετικά, εκείνος δε γίνεται φίλος μας και μένουμε με το παράπονο.

Το περίεργο δεν είναι τόσο ότι δε βγαίνουμε όμορφοι, αλλά ότι πολλές φορές δεν αναγνωρίζουμε καλά-καλά τον εαυτό μας κι αυτό είναι πρόβλημα. Γιατί άλλο ν’ αποδεχτείς ότι δεν έχεις φωτογένεια κι άλλο να σε σαμποτάρει κάθε κλικ της μηχανής.

Πολλές φορές έχει συμβεί ν’ αντικρίζουμε τη φωτογραφία που μόλις τραβήχτηκε και να φτάνουμε στο σημείο ν’ αναρωτιόμαστε ποιος είναι αυτός που φοράει ίδια ρούχα με μας. Δεν είναι μόνο ότι δε μας μοιάζει και τόσο, αλλά έχουν αλλοιωθεί τα χαρακτηριστικά μας. Έχει τονιστεί η όποια ατέλεια και τίποτα κολακευτικό δεν υπάρχει πάνω μας.

Δηλαδή, καλέ μου φωτογραφικέ φακέ, τι ακριβώς σου έχουμε κάνει και ξηγιέσαι έτσι; Έχεις προηγούμενα μαζί μας; Όχι, γιατί αν έχεις, να τα λύσουμε, να τελειώνει αυτό το βάσανο. Γιατί η αλήθεια είναι πως έχουμε φτάσει στο σημείο να βλέπουμε φωτογραφική και να φρικάρουμε, να βγαίνει κινητό και να είμαστε ένα βήμα πριν κρυφτούμε κάτω απ’ το τραπέζι. Και καθόλου υπερβολές δεν είναι όλα αυτά.

Δε γίνεται να βλέπουμε άλλο πρόσωπο στον καθρέφτη κι άλλο στις φωτογραφίες. Ίσως αυτό που λένε για την κουκουβάγια και το παιδί της να ισχύει, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση θα μας άρεσε κι η αποτύπωσή μας στις φωτογραφίες, αφού τα ίδια μάτια χρησιμοποιούμε και στις δυο περιπτώσεις.

Δυστυχώς οι selfies είναι ο εφιάλτης μας και σκαρώνουμε δικαιολογίες για να τις αποφύγουμε. Είναι μια μάστιγα που πλήττει τον εγωισμό μας. Γιατί να υποβάλλουμε τους εαυτούς μας σε τέτοιο μαρτύριο; Είναι σαν να βάζουμε τα χέρια μας και να βγάζουμε τα μάτια μας οικειοθελώς. Είναι ειρωνικό να καμαρώνεις σε μια πόζα, που εξαρχής ξέρεις ότι θα είναι χάλια.

Και μην ακούσω ότι δε βγαίνουμε ωραία επειδή είμαστε προκατειλημμένοι. Προσπαθήσαμε ανεπιτυχώς άπειρες φορές, δοκιμάσαμε διακόσιες διαφορετικές λήψεις και το αποτέλεσμα δε μας δικαίωσε ποτέ. Έχουμε αδιάσειστα στοιχεία που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Οπότε μη μας μιλάτε για προκατάληψη· υπάρχει σοβαρός λόγος που δημιουργήθηκε.

Ψάχνουμε οι άμοιροι ν’ ανεβάσουμε μια αντιπροσωπευτική φωτογραφία προφίλ και στη μια είμαστε σαν βατράχια, στην άλλη φαινόμαστε αλλήθωροι, στην τρίτη είμαστε λες και μόλις βγήκαμε από άσυλο. Βάζουμε κι εμείς μια της γάτας μας και τελειώνει η υπόθεση. Αφού έτσι κι αλλιώς δε θα μας αναγνωρίσει κανείς, ποιος ο λόγος να βάλουμε μια φάτσα, που όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι δική μας, δε μας μοιάζει;

Αν ο όρος φωτοαγένεια είναι δόκιμος, πάνω μας βρίσκει τον ορισμό του. Σε κάθε φωτογραφία δείχνουμε πιο κοντοί, πιο χοντροί, η μύτη μας είναι πιο στραβή, τ’ αυτιά μας πιο πεταχτά και τα δόντια μας περίεργα. Δε σώζεται από πουθενά.

Αρνούμαστε, λοιπόν, να βγούμε άλλες φωτογραφίες. Θ’ ακολουθήσουμε την τακτική των Ινδιάνων που, μέσα στην άγνοιά τους, φοβόταν ότι η φωτογραφία θα τους έκλεβε την ψυχή. Τη δική μας απλώς την τραυματίζει. Όμως πόσα χτυπήματα ν’ αντέξουμε;

Το κακό είναι ότι πλέον δεν μπορούμε να τις σκίσουμε και να τις κάψουμε στην πυρά, ούτε να πατήσουμε τη λατρεμένη διαγραφή. Από τότε που έγινε μόδα η φωτογράφιση, όλα τα κινητά των φίλων μας είναι γεμάτα με τα μούτρα μας. Το ίδιο κι οι τοίχοι τους στα social media.

Ας είναι. Όσο σκάσαμε, σκάσαμε. Αν δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, σίγουρα δε θα το απολαύσουμε, αλλά δε θα το αφήνουμε να μας επηρεάζει και να χαλάει όλη μας τη μέρα. Θα διατηρήσουμε το δικαίωμα να μουτρώσουμε κι ίσως να γκρινιάξουμε λίγο, αλλά ό,τι χάνουμε απ’ την έλλειψη φωτογένειας, θα το κερδίσουμε με την προσωπικότητά μας στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις. Αν ο φακός δεν είναι ικανός να αντανακλά τη ζεστασιά μας, το κάνουμε και μόνοι μας.

Συντάκτης: Μαρία Βαή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη