Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι περίπλοκες κι ίσως γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να κρατήσουν στο χρόνο. Είναι απαραίτητο να ταιριάξουν οι χημείες, αλλά κι ο τρόπος ζωής κι ο τρόπος που δυο άτομα αντιλαμβάνονται κι αντιμετωπίζουν τα πράγματα, για να δέσει το γλυκό.

Χρειάζεται ο ένας να συμπληρώνει τον άλλο, να υπάρχει το απαραίτητο πάθος κι ό,τι αποζητά κανείς απ’ τη σχέση του. Αν δεν το βρει σ’ αυτή που έχει, κρίμα. Μα ελπίζει πάντα να πετύχει η επόμενη. Ή η μεθεπόμενη τέλος πάντων.

Όμως ποιο είναι το διάστημα που θα μεσολαβήσει ανάμεσα στην προηγούμενη και την επόμενη σχέση; Υπάρχει κάποιος κανόνας που θα μας εγγυηθεί την επιτυχία του νέου μας δεσμού; Φυσικά κι η απάντηση είναι πως όχι. Όπως συμβαίνει συνήθως, ο καθένας μας λειτουργεί στο δικό του χρόνο.

Όταν είσαι έτοιμος να προχωρήσεις παρακάτω, θα το καταλάβεις. Θα έχει περάσει η περίοδος θλίψης που ακολουθεί μετά από ένα χωρισμό και θα έχει εξαφανιστεί εκείνο το πλάκωμα που νιώθεις στην καρδιά σου κάθε πρωί και σε συνοδεύει μέχρι να κοιμηθείς, για να επανεμφανιστεί με το «καλημέρα».

Σίγουρα δεν υπάρχουν μυστικές συνταγές επιτυχίας, να μας τις συνταγογραφήσουν και να κινηθούμε με σιγουριά κι αυτοπεποίθηση, ακολουθώντας τα κατάλληλα βήματα. Όμως το να περνάμε απ’ τη μια σχέση στην άλλη, μην αφήνοντας περιθώριο να πενθήσουμε για την παλιά, σίγουρα δε βοηθάει.

Γιατί αυτοί που δε μένουν ούτε για λίγο μόνοι, δε δίνουν το χρόνο στο δυσάρεστο γεγονός του χωρισμού να κάνει τον κύκλο του. Σε μια σχέση συμπεριλαμβάνεται κι ο χωρισμός της κι αν δεν τον αντιμετωπίσει κανείς, αφήνει όλες του τις σχέσεις μισοτελειωμένες, ανολοκλήρωτες.

Δεν κάθεται να σκεφτεί τι έφταιξε, τι δεν πήγε καλά κι αν ο ίδιος θα μπορούσε να είχε φερθεί διαφορετικά. Κυρίως δεν παίρνει χρόνο για τον εαυτό του, για μια ψυχική κατάδυση, που θα βοηθήσει ουσιαστικά στην εύρεση της ηρεμίας του.

Διότι όταν χωρίζουμε, βγαίνουμε απ’ την κάθε σχέση αλλαγμένοι. Η κάθε συναναστροφή μας αλλάζει πότε λίγο, πότε πολύ. Είναι βέβαιο πάντως πως δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι που ήμασταν πριν, ακόμη κι αν η αλλαγή αυτή είναι μηδαμινή.

Όσοι δεν κρατούν αυτό το χρόνο για τον εαυτό τους, μετά από πολλές σχέσεις που έχουν επιδράσει στην προσωπικότητά τους, φτάνουν να μη γνωρίζουν καλά-καλά ποιοι είναι και ποιοι έχουν γίνει. Δεν κάνουν την αυτοκριτική τους, δεν παίρνουν αποφάσεις για να γίνουν καλύτεροι, μόνο συνεχίζουν να μπαίνουν σε σχέσεις, κάνοντας συνεχώς τα ίδια λάθη.

Ελλοχεύει όμως κι ο κίνδυνος να χάσουν εντελώς την προσωπικότητά τους και να γίνονται χαμαιλέοντες, προσαρμόζοντας κάθε φορά το χαρακτήρα τους στα γούστα του νέου συντρόφου τους. Αυτό είναι ίσως το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε τέτοιες περιπτώσεις.

Είναι τόσο μεγάλος ο φόβος της μοναξιάς, που θα επιλέξουν όποιον βρεθεί μπροστά τους, χωρίς να εξετάσουν αν είναι αυτό που ψάχνουν. Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ψάχνουν κάτι συγκεκριμένο. Οποιοσδήποτε τους κάνει, αρκεί να τους κάτσει. Τα στάνταρ τους είναι ιδιαιτέρως χαμηλά, αφού το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να έχουν κάποιον δίπλα τους, όποιος κι αν είναι αυτός.

Το να καλύπτει κανείς το συναισθηματικό του κενό με όποιον λάχει είναι ένας σίγουρος δρόμος για μια σειρά αποτυχημένων σχέσεων στη λίστα του. Κανείς δε θέλει να είναι η λύση ανάγκης, αφού στον καθένα αξίζει να είναι η πρώτη επιλογή.

Μετά από ένα χωρισμό ο καθένας μας νιώθει ευάλωτος κι είναι πιθανό κάποια στιγμή όλοι μας να πέσουμε στην πρώτη αγκαλιά που θα βρούμε. Είναι ανθρώπινο ν’ αποζητούμε την ασφάλεια και την τρυφερότητα. Θέλουμε να νιώσουμε και πάλι αποδεκτοί κι επιθυμητοί, μετά την απόρριψη και την αποτυχία της περασμένης σχέσης.

Όταν όμως συμβαίνει συνεχώς, δείχνει αδυναμία χαρακτήρα κι έναν περίεργο φόβο απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό. Γιατί είναι πραγματικά περίεργο να μην μπορείς να μείνεις μόνος και να περάσεις καλά με το μόνο άνθρωπο που σε συνοδεύει σε κάθε σου βήμα: εσένα.

Ο καιρός μετά από ένα χωρισμό είναι η καλύτερη ευκαιρία να κάνει κανείς μια εκ βαθέων συζήτηση με τον εαυτό του, να ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά του και ν’ ανανεωθεί.  Γιατί να μην την εκμεταλλευτούμε, αφήνοντάς τη να πάει χαμένη;

 

Συντάκτης: Μαρία Βαή
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου