Τελειώνοντας το λύκειο έκανες όνειρα μαζί με το σχολείο, ν’ αφήσεις και την οικογενειακή εστία. Η ενηλικίωση ήταν πολύ κοντά κι εσύ σίγουρος για τον εαυτό σου, σκεφτόσουν πως σε λίγο καιρό θα μπορείς να ζεις ελεύθερα, να ξενυχτάς και να βγαίνεις όσο θέλεις , χωρίς να σε αντιμετωπίζει κανείς σαν παιδί. Για να ολοκληρωθεί η εικόνα της ελευθερίας σου, χρειαζόσουν μόνο ένα δικό σου σπίτι. Όχι τίποτα τεράστιο, αλλά έστω ένα μικρό στούντιο, να χωράει εσένα, τα πράγματά σου και τα μεγάλα σου όνειρα.

Φυσικά οι γονείς σου δεν καταλάβαιναν αυτή σου την ανάγκη, γιατί δε σε είχαν και μαντρωμένο. Τους ήρθε κι απότομο που ξεστόμισες μια τέτοια κουβέντα, γιατί ποτέ δεν είναι έτοιμοι να σ’ αποχωριστούν, πόσο μάλλον αν δεν έχεις προετοιμάσει το έδαφος.

Τ’ όνειρο πήρε αναβολή κι εσύ συνέχισες να ζεις με όλο σου το σόι στα πόδια σου, να μην μπορείς να φέρεις έναν φίλο στο σπίτι χωρίς τη μανούλα να ρωτάει αν θέλετε να φάτε κάτι κι όσο για το σεξ, στα σκοτεινά σοκάκια και σε κανένα φιλικό σπίτι.

Τα ξενύχτια έδιναν κι έπαιρναν, αλλά δεν ήταν πάντα ήρεμη η ατμόσφαιρα όταν γύριζες σπίτι και δεν υπήρχε περίπτωση να ξενοκοιμηθείς χωρίς να ενημερώσεις πρώτα. Κάτι που δεν αναιρούσε τα μούτρα του μπαμπά σου την επόμενη μέρα, που ξεμένεις στα ξένα σπίτια, λες και δεν έχεις δικό σου.

Έτσι πέρασαν τα χρόνια, με σταδιακή αποδοχή του γεγονότος πως μεγαλώνεις. Έβγαλες τη σχολή, βρήκες δουλειά κι επιτέλους ήρεμα, με λίγα μιξοκλάματα μόνο, αποχαιρέτησες τους γονείς σου, πήρες την προίκα σου και εγκαταστάθηκες στο πρώτο ολόδικό σου σπίτι.

Λίγο μικρότερο απ’ αυτό που είχες στο μυαλό σου, αλλά για ένα άτομο είναι μια χαρά. Βέβαια δε χωράει το μπιλιάρδο που ήθελες να βάλεις στο σαλόνι, αλλά ποιος χρειάζεται μπιλιάρδο; Και το μπαλκόνι είναι τόσο μικρό που με το ζόρι χωράει η απλώστρα, όχι κούνια για να λικνίζεσαι τα καλοκαίρια, αλλά μπορείς να βγάλεις ένα τραπεζάκι με δυο καρέκλες.

Το αρχικό σου χαμόγελο έρχεται να το αντικαταστήσει μια έκφραση απελπισίας και το αίσθημα της νίκης σου, που στα τριάντα σου δε θα είσαι οικότροφος στους δικούς σου, δίνει τη θέση του στον προβληματισμό. Τίποτα απ’ όσα σχεδίαζες δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, γιατί πολύ απλά πήγες και νοίκιασες μια τρύπα.

Όλα όσα είχες στο μυαλό σου ν’ αγοράσεις για να διακοσμήσεις τη φωλίτσα σου, τα πήρε το καζανάκι που πάτησες στο μικροσκοπικό σου μπάνιο και μην τα είδατε. Δεν είναι μόνο η έλλειψη χώρου που σε αποτρέπει απ’ το να ξεχυθείς στα μαγαζιά, αλλά κι η τσέπη σου, που μένει άδεια πολύ πριν βγει ο μήνας.

Ποτέ πριν δεν κάθισες να υπολογίσεις τα έξοδα που έχει ένα σπίτι. Πέρα απ’ το ενοίκιο έχεις να πληρώσεις κι όλους αυτούς τους λογαριασμούς και το σούπερ μάρκετ κοστίζει. Τώρα ο μισθός σου φεύγει σε όλες αυτές τις υποχρεώσεις και δε βγαίνεις όσο συχνά έβγαινες με τους φίλους σου, γιατί δεν έχεις τα χρήματα. Για ρούχα και λούσα ούτε λόγος κι οι μετακινήσεις σου γίνονται πλέον μόνο με τα λατρεμένα ΜΜΜ.

Φυσικά σβήνεις απ’το μυαλό σου την ιδέα να πάρεις ένα σκύλο, που τόσα χρόνια έκανες χρυσή τη μάνα σου να πάρετε κι εκείνη δεν το συζητούσε καν, γιατί δεν είχε καμιά όρεξη να μαζεύει όλη μέρα τρίχες. Ίσα-ίσα ταΐζεις εσένα, δε λέει να τρώτε κι οι δυο κροκέτες.

Με τον καιρό θα συνηθίσεις την έλλειψη χώρου, γιατί η ελευθερία μπορεί να κοστίζει, όμως δε συγκρίνεται με τίποτα. Άσε που οι φίλοι σου έρχονται όποτε θέλεις, χωρίς κανέναν να κρυφακούει πίσω απ’ την πόρτα και πια δε χρειάζεται να καταχωνιάζεις όλα τα σεξουαλικά βοηθήματα στο πιο βαθύ ντουλάπι του δωματίου σου, μην τυχόν και τ’ ανακαλύψει κανείς.

Το μόνο πράγμα που σε τρομάζει είναι μην και δε φτάνουν τα χρήματα για τ’ απαραίτητα κι αναγκαστείς να ζητήσεις απ’ τους γονείς σου. Ποιος τους ακούει μετά να παίζουν την κασέτα με τα «στα ‘λεγα εγώ, είναι δύσκολα». Το χειρότερο σενάριο βέβαια είναι ν’ αναγκαστείς να επιστρέψεις στο πατρικό σου, αλλά εκεί μιλάμε για εφιάλτη που δεν αντέχεις να ζήσεις. Γιατί όταν έχεις γευτεί την ελευθερία, πώς να επιστρέψεις;

Συντάκτης: Μαρία Βαή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη