Κάποιοι θα σας πουν πως οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις στον κόσμο είναι το καλό και το κακό. Αυτές είναι που κυβερνούν τα πάντα κι αυτές κρύβονται πίσω από κάθε ύπαρξη. Εγώ λοιπόν θα σας πω ότι τα δύο μεγαλύτερα συναισθήματα είναι η χαρά κι η λύπη. Θα μπορούσε κανείς να τα θεωρήσει ως παιδιά των δύο μεγάλων δυνάμεων ή αλλιώς το αναγκαίο απότοκό τους. Στις δύο αυτές καταστάσεις λοιπόν κάνουμε λόγο για μια αέναη ισορροπία που κρατά τα σωστά επίπεδα καλού και κακού. Είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα και κουμαντάρουν τη ζωή μας στη βάση της.

Για κάποιους αυτό το ζύγι πρέπει να είναι στη μέση, για άλλους είναι πάντα θετικό και για κάποιους τείνει προς το αρνητικό. Μέσα όμως σε αυτούς τους θλιμμένους που κοιτάς στην αριστερή πλευρά της ζυγαριάς, κοιτάς κάποιους να γελάνε. Να γελάνε δυνατά με την ψυχή τους. Να γελάνε σαν παιδιά κι ας έχουν στα μάτια τους δάκρυα που καίγονται να βγουν. Έχουν μάθει και τα τιθασεύουν, έχουν γίνει φίλοι με τους δικούς τους δαίμονες κι υποτάσσουν κάθε λύπη, κρύβοντάς την πίσω από χαμόγελα στον βωμό του θεαθήναι.

Είναι αυτοί οι δυνατοί. Οι βωβοί άνθρωποι μπροστά στον πόνο, που μπορούν να υπομείνουν τα πάντα, χωρίς να αφήσουν κανέναν να γνωρίζει τίποτα. Είναι αυτοί  που έμαθαν να φοράνε χαμόγελα ψεύτικα και να κάνουν τους παλιάτσους της παρέας σε τέτοιο σημείο που ακούμπησαν τα όρια της κυνικότητας, σε τέτοιο σημείο που την έκαναν μέρος της ίδιας τους της ψυχοσύνθεσης.

Είναι τα άτομα που έμαθαν να ζουν με τους φόβους τους κι αγκάλιασαν τον πόνο, ζωές που ο θυμός που κρύβουν μέσα τους ταρακουνάει μέχρι και βουνά κι η δυστυχία έχει γίνει δεύτερη μάνα τους. Είναι οι τύποι της σιωπής, που δίχως σκέψη πλέον καταπνίγουν την οποία άσχημη στιγμή βρεθεί στο διάβα τους.

Δε φταίνε αυτοί έτσι τους έμαθαν, να μη μιλάνε και πολύ, να μη βουρλίζουν το μυαλό τους και φροντίζουν να μη φανεί ποτέ ο φόβος στο πρόσωπό τους. «Δεν είναι σωστό, αυτοί πρέπει να φανούν δυνατοί και να ξεπεράσουν τα πάντα, αυτοί είναι σκυλιά μαύρα και πρέπει να αντέχουν τις κακουχίες». Έτσι τους έλεγαν, έτσι τους έμαθαν κι έτσι πορεύονται, μάθανε να βάζουν τις ανάγκες των άλλων και το καλό τους πάνω απ’ τα δικά τους σπασμένα και να φροντίζουν να είναι εκεί για όλους.

Άλλες φορές πάλι η ίδια η ζωή τους έκανε έτσι. Μυστικοπαθείς και κρυψίνοες με τα προσωπικά τους. Η αδιαφορία κι η υποτίμηση που λάμβαναν απ’ τους πάντες ήταν αρκετοί για να βάλουν με το μυαλό τους πως τα δικά τους ζητήματα ήταν περιττής σημασίας. Όπως και να έχει πρέπει να ξέρεις πως οι ψυχές αυτές είναι ψυχές χαμένες, είναι ζωές που πέρασαν και περνάνε μαρτύριο και πρέπει να τους φοβάσαι.

Δεν είναι εγκληματίες, ούτε παράφρονες, είναι άτομα που θέλουν διαχείριση ιδιαίτερη διότι σαν βόμβα ατομική που είναι όλη αυτή η δυστυχία μέσα τους, σε λάθος χέρια μπορεί να σκάσει κι όταν σκάει δεν υπολογίζει ούτε φίλους ούτε εχθρούς ούτε οικογένειες. Να τους φοβάσαι διότι για να μπορούν να κρύψουν τέτοιο πόνο μέσα τους, η δύναμη που έχουν είναι απροσπέλαστη.

Να τους φοβάσαι γιατί όταν αγαπάνε, αγαπάνε από μέσα τους, μα δυνατά και δίχως όρια, διότι όρια μάθανε να βάζουν μόνο στον πόνο τους.

Συντάκτης: Θεοδόσιος Ραβανός
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη