Μου είπαν κάποτε πως θα τους καταλάβω μόνο όταν ερωτευτώ δυο μάτια, μου λέγανε πως ήμουνα μικρός και δεν είχα γνωρίσει τι πάει να πει έρωτας. Όντως, δεν είχα ερωτευτεί ποτέ, πάντα κορόιδευα αυτό που έβλεπα στους άλλους, κατάντησα να γίνω κυνικός και να κοιτάω στραβά οτιδήποτε θύμιζε αγάπη, καρδούλες και σαλιαρίσματα.

Δε μου πήγαινε ο Βαλεντίνος έμενα σαν άγιος ποτέ, ούτε τα παραπαίδια του, ήμουν πιο άγριος και πιο ωμός. Μα μου ‘λαχε να πέσω πάνω σου και να νιώσω ό,τι κάποτε οι άλλοι έλεγαν σε ένα βαθμό υπερθετικό. Να νιώθω στο έπακρο ακόμα και ένα μικρό σου άγγιγμα, ένα βλέμμα, μιαν ανάσα.

Και τώρα μου ζήτησαν να περιγράψω με δυο κουβέντες αυτό που νιώθω, αυτό που ένιωσα εγώ για σένα. Μου ζήτησαν να περιγράψω με δυο λόγια εσένα. Εσένα. Με δύο λόγια. Μου είναι αδύνατον να μπορέσω να στριμώξω με τόσες λίγες λέξεις το δικό σου μεγαλείο. Είναι τρελοί.

Εγώ, αν γινόταν, θα μιλούσα για σένα συνεχώς, μέχρι να πάψουν να υπάρχουν λέξεις και θα έφτιαχνα στο τέλος καινούριες πάλι από την αρχή για να μπορώ να σου μιλώ, να μη χορταίνω από τα τόσα γράμματα που θα συνδέω για να εξηγώ στον κόσμο τη λαχτάρα μου για σένα. Δεν περνάω καλά όταν δε μου μιλάς, δεν πάει καλά η πουτάνα η μέρα αν δεν ακούσω το καλήμερα από το στόμα σου, αν δε νιώσω αυτά τα δυο χείλη να κουνιούνται και να κουνιούνται για μένα, έχει άλλη γλύκα από σένα ρε γαμώτο μου. Είναι η αύρα σου, είναι το βλέμμα σου, είναι η ανάσα σου; Δεν μπορώ να καταλάβω.

Ίσως, ίσως να είναι η ψυχή σου που μου θυμίζει μιαν αγάπη και μια αθωότητα άλλης εποχής σχεδόν παλλαϊκής. Που μου θυμίζει πώς είναι η αγνότητα του έρωτα, πώς είναι να σε κοιτάν με δυο μάτια που η λαχτάρα έχει κολλήσει στα ματόκλαδα και προσπαθεί να βγει χωρίς να νοιαστεί για το μετά. Αυτό είσαι εσύ λοιπόν, αυτό το κάτι που απέμεινε από μια παλιά εποχή γεμάτη όνειρα και ουσία, μέσα σε έναν άνθρωπο τόσο δυνατά όμορφο και τόσο μοναδικά ιδανικό. Ένα πλάσμα ονειρικά πλασμένο για τα πιο άπιαστα όνειρα, ένα πλάσμα που στο διάβα του αφήνει πίσω του συναισθήματα τόσο παραμυθένια, που θα ζήλευε κάθε Χιονάτη και κάθε Σταχτοπούτα.

Ένα παραμύθι με σάρκα και οστά, όλα πανέμορφα δοσμένα σχεδόν με τρόπο ποιητικό, λες και διάλεξαν από όλους εσένα οι μοίρες των Ολυμπίων θεών να δώσουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν και έραψαν με ολόχρυσες κλωστές την τύχη σου. Θα τις ευχαριστώ για πάντα, όσες ζωές κι αν ζήσω που σε έφεραν κοντά μου, που μου έδωσαν μια ευκαιρία να σε ακούω έστω και να μου μιλάς.

Έστω και να ζήσω λίγο κοντά σου, σε εσένα που μου άλλαξες τον κόσμο, σε εσένα που με λάτρεψες, όπως είμαι, σε εσένα που γελάς με τα αστεία μου και ακούς τα προβλήματά μου. Δεν έχω άλλα να πω, καλύτερα να μην σε ξέρουν οι άλλοι όπως εγώ, να μην έχουν την τύχη αυτή όπως εγώ. Να κοπιάσουν για να σε μάθουν και να αξίζει να σε μάθουν.

Στο υποσχέθηκα πως θα έρθω για σένα, το ακούς; Έρχομαι και ας μην το ξέρεις, είμαι στον δρόμο, πήρα το τρένο δίχως σκέψη και έρχομαι, μόνο σταμάτησα για λίγο να μιλήσω για σένα και πάλι ξεκινάω. Σου έρχομαι.

 

Συντάκτης: Θεοδόσιος Ραβανός
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή