Χειρότερη λέξη από το «σχεδόν» έχεις ακούσει; Έξι γράμματα όλα κι όλα, στριμωγμένα σε δυο συλλαβές μονάχα. Ηχεί σαν ψίθυρος, πάντα σέρνει μια διστακτικότητα στη φωνή κι έναν καμουφλαρισμένο αναστεναγμό. Κουβαλάει αυτήν την ατέλεια, το είδος του ενθουσιασμού που καταποντίζεται υπό το βάρος άλλων, πιο στιβαρών λέξεων. Ξεφεύγει από τα χείλη γρήγορα και ξέπνοα, σαν δραπέτης μιας στιγμής που αδημονεί να σβηστεί από τη μνήμη.

Σχεδόν. Άσχημη λέξη. Αδύναμη. Ρίχνει την αυλαία πριν καν την τελική υπόκλιση. Ρουφάει άπληστα το χειροκρότημα πριν φτάσει στ’ αυτιά των συντελεστών, αφήνοντάς τους με ένα μουδιασμένο χαμόγελο. Αυτό είναι και το πιο τρομακτικό κομμάτι: Το «σχεδόν» σε αφήνει μετέωρο, παγωμένο. Δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις. Σκέφτεσαι «τουλάχιστον το έζησα, έστω και λίγο». Όμως, όσο περισσότερο βουτάς το χέρι σου στο βάζο με το μέλι, τόσο και πιο έντονα θες να γευτείς τη γλυκιά του ρευστότητα. Και το «έστω» εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω ένα «λίγο» που πονάει.

Σχεδόν τα κατάφερες. Ναι, τα έβαλες με θεούς και δαίμονες, υπερπήδησες ένα σωρό εμπόδια που εκτοξεύτηκαν στο δρόμο σου, όμως την κορδέλα τερματισμού δεν ήταν γραφτό ποτέ να την κόψεις. Κι αυτή η τεχνική λεπτομέρεια είναι που ακόμα σε στοιχειώνει, τόσο ασήμαντη μπροστά στον αγώνα σου, όμως τόσο σημαντική για την πραγμάτωση της επιθυμίας σου. Φθηνή λέξη το «σχεδόν». Λιγοστή.

Ακόμη πιο φθηνή όταν μπερδεύεται σε συναισθήματα, κρυφογελώντας χαιρέκακα, διαλύοντας κάθε ανείπωτη υπόσχεση. Ήταν σχεδόν ερωτευμένος. Ήταν σχεδόν καλοί ο ένας για τον άλλον. Έκαναν σχεδόν υπομονή. Σχεδόν τα κατάφεραν. Ποιος ορίζει το σχεδόν στο συναίσθημα; Ποιος το βάζει στο ζύγι για να το μοιράσει σε ποσότητες που ναι μεν φέρνουν σκιρτήματα, αλλά δεν σείουν την καρδιά; Ποιος αποφασίζει αν θα αφεθεί ή όχι, όταν η ίδια η φύση των ουσιαστικών σχέσεων υποτίθεται ότι στηρίζεται στην απόλυτη ελευθερία σκέψης κι έκφρασης;

Σχεδόν σε ερωτεύτηκα. Πες μου, σου έχει αφήσει άλλη πρόταση τόση πικράδα όσο το σχεδόν μπροστά από τις λέξεις που κάποια μέρα ήλπιζες να ακούσεις; Σε έχει αποτρελάνει ποτέ τόσο μια έκφραση, όσο η στυφή γεύση της συνειδητοποίησης ότι τελικά εκείνο το σχεδόν σου στέρησε το όνειρο; Είναι απαίσιο να γράφεται ένα τέλος, ωστόσο είναι χίλιες φορές χειρότερο να κλείνει ένα κεφάλαιο πριν καν τεθεί επίσημα η αρχή. Σαν να το διάβασες στα πεταχτά, ίσα ίσα για να ξεμπερδεύεις, χωρίς να του δώσεις περαιτέρω σημασία.

Το σχεδόν φέρνει στην επιφάνεια ένα συνονθύλευμα δισταγμών, δεύτερων σκέψεων.  Σε καθηλώνει στην υπερανάλυση και πριν το καταλάβεις το μυαλό σου έχει γεμίσει με εικόνες της ίδιας σκηνής, στην οποία η κάθε λεπτομέρεια χαρακτηρίζεται λάθος από τον εαυτό σου. Πες μου, υπάρχει μεγαλύτερη απογοήτευση από το να σου λένε ότι ήσουν σχεδόν καλός; Σε έχει ωθήσει ποτέ τόσο κοντά στην τρέλα κάτι όσο αυτή η ιδέα που ξεπετάγεται στο μυαλό;

Δεν είμαστε φτιαγμένοι για σχεδόν εμείς οι άνθρωποι.  Είναι πολύ λιγοστά για την άπληστη φύση μας. Αν θες να ζήσεις κάτι, φτασ’ το ως το τέλος.

Καλύτερα να το μετανιώσεις, παρά να ζεις στη σκιά ενός «σχεδόν» μια για πάντα.

 

Συντάκτης: Χρύσα Παναγοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου